αλληλοκατηγορία
Greek
Declension
declension of αλληλοκατηγορία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλληλοκατηγορία • | αλληλοκατηγορίες • |
genitive | αλληλοκατηγορίας • | αλληλοκατηγοριών • |
accusative | αλληλοκατηγορία • | αλληλοκατηγορίες • |
vocative | αλληλοκατηγορία • | αλληλοκατηγορίες • |
Related terms
- αλληλοκατηγορούμαι (allilokatigoroúmai, “to mutually accuse, to denounce one other”)
- κατηγορία f (katigoría, “charge, category”)
- and see: κατηγορώ (katigoró, “to accuse”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.