κατηγορώ
Greek
Verb
κατηγορώ • (katigoró) (simple past κατηγόρησα, passive κατηγορούμαι)
Conjugation
κατηγορώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κατηγορώ | κατηγορούσα | θα κατηγορώ | να κατηγορώ | |
2s | κατηγορείς | κατηγορούσες | θα κατηγορείς | να κατηγορείς | — |
3s | κατηγορεί | κατηγορούσε | θα κατηγορεί | να κατηγορεί | |
1p | κατηγορούμε | κατηγορούσαμε | θα κατηγορούμε | να κατηγορούμε | |
2p | κατηγορείτε | κατηγορούσατε | θα κατηγορείτε | να κατηγορείτε | κατηγορείτε |
3p | κατηγορούν, κατηγορούνε | κατηγορούσαν, κατηγορούσανε | θα κατηγορούν, θα κατηγορούνε | να κατηγορούν, να κατηγορούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κατηγορήσω | κατηγόρησα | θα κατηγορήσω | να κατηγορήσω | |
2s | κατηγορήσεις | κατηγόρησες | θα κατηγορήσεις | να κατηγορήσεις | κατηγόρησε |
3s | κατηγορήσει | κατηγόρησε | θα κατηγορήσει | να κατηγορήσει | |
1p | κατηγορήσουμε, κατηγορήσομε | κατηγορήσαμε | θα κατηγορήσουμε, θα κατηγορήσομε | να κατηγορήσουμε, να κατηγορήσομε | |
2p | κατηγορήσετε | κατηγορήσατε | θα κατηγορήσετε | να κατηγορήσετε | κατηγορήστε, κατηγορήσετε |
3p | κατηγορήσουν, κατηγορήσουνε | κατηγόρησαν, κατηγορήσαν, κατηγορήσανε | θα κατηγορήσουν, θα κατηγορήσουνε | να κατηγορήσουν, να κατηγορήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κατηγορήσει | είχα κατηγορήσει | θα έχω κατηγορήσει | να έχω κατηγορήσει | |
2s | έχεις κατηγορήσει | είχες κατηγορήσει | θα έχεις κατηγορήσει | να έχεις κατηγορήσει | |
3s | έχει κατηγορήσει | είχε κατηγορήσει | θα έχει κατηγορήσει | να έχει κατηγορήσει | |
1p | έχουμε κατηγορήσει | είχαμε κατηγορήσει | θα έχουμε κατηγορήσει | να έχουμε κατηγορήσει | |
2p | έχετε κατηγορήσει | είχατε κατηγορήσει | θα έχετε κατηγορήσει | να έχετε κατηγορήσει | |
3p | έχουν κατηγορήσει | είχαν κατηγορήσει | θα έχουν κατηγορήσει | να έχουν κατηγορήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κατηγορημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κατηγορημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κατηγορημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κατηγορημένο | ||||
Participle: | κατηγορώντας | Non-finite ‡ | κατηγορήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses | |||||
Synonyms
- αιτιάζομαι (aitiázomai)
- αιτιώμαι (aitiómai)
Related terms
- κατήγορος m, f (katígoros, “plaintiff”)
- αλληλοκατηγορία f (allilokatigoría, “recrimination”)
- κατηγορουμένη f (katigorouméni, “accused, person charged”)
- κατηγορούμενο n (katigoroúmeno, “predicative”, noun)
- κατηγόρημα n (katigórima, “predicate”)
- κατηγορώ (katigoró, “to accuse”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.