αναδείχνω
Greek
Verb
αναδείχνω • (anadeíchno) (simple past ανέδειξα, ανάδειξα, passive αναδείχνομαι)
- (colloquial) Alternative form of αναδεικνύω (anadeiknýo)
Conjugation
αναδείχνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αναδείχνω | ανάδειχνα, ανέδειχνα | θα αναδείχνω | να αναδείχνω | |
2s | αναδείχνεις | ανάδειχνες, ανέδειχνες | θα αναδείχνεις | να αναδείχνεις | ανάδειχνε |
3s | αναδείχνει | ανάδειχνε, ανέδειχνε | θα αναδείχνει | να αναδείχνει | |
1p | αναδείχνουμε, αναδείχνομε | αναδείχναμε | θα αναδείχνουμε, αναδείχνομε | να αναδείχνουμε, αναδείχνομε | |
2p | αναδείχνετε | αναδείχνατε | θα αναδείχνετε | να αναδείχνετε | αναδείχνετε |
3p | αναδείχνουν, αναδείχνουνε | ανάδειχναν, αναδείχναν, αναδείχνανε, ανέδειχναν | θα αναδείχνουν, αναδείχνουνε | να αναδείχνουν, αναδείχνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αναδείξω | ανάδειξα, ανέδειξα | θα αναδείξω | να αναδείξω | |
2s | αναδείξεις | ανάδειξες, ανέδειξες | θα αναδείξεις | να αναδείξεις | ανάδειξε |
3s | αναδείξει | ανάδειξε, ανέδειξε | θα αναδείξει | να αναδείξει | |
1p | αναδείξουμε, αναδείξομε | αναδείξαμε | θα αναδείξουμε, θα αναδείξομε | να αναδείξουμε, να αναδείξομε | |
2p | αναδείξετε | αναδείξατε | θα αναδείξετε | να αναδείξετε | αναδείξετε, αναδείξτε |
3p | αναδείξουν, αναδείξουνε | ανάδειξαν, αναδείξανε, ανέδειξαν | θα αναδείξουν, θα αναδείξουνε | να αναδείξουν, να αναδείξουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αναδείξει | είχα αναδείξει | θα έχω αναδείξει | να έχω αναδείξει | |
2s | έχεις αναδείξει | είχες αναδείξει | θα έχεις αναδείξει | να έχεις αναδείξει | |
3s | έχει αναδείξει | είχε αναδείξει | θα έχει αναδείξει | να έχει αναδείξει | |
1p | έχουμε αναδείξει | είχαμε αναδείξει | θα έχουμε αναδείξει | να έχουμε αναδείξει | |
2p | έχετε αναδείξει | είχατε αναδείξει | θα έχετε αναδείξει | να έχετε αναδείξει | |
3p | έχουν αναδείξει | είχαν αναδείξει | θα έχουν αναδείξει | να έχουν αναδείξει | |
Participle: | αναδείχνοντας | Non-finite ‡ | αναδείξει | 29, 1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.