ανακαλύπτω
Greek
Verb
ανακαλύπτω • (anakalýpto) (simple past ανακάλυψα, passive ανακαλύπτομαι)
Conjugation
ανακαλύπτω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ανακαλύπτω | ανακάλυπτα | θα ανακαλύπτω | να ανακαλύπτω | |
2s | ανακαλύπτεις | ανακάλυπτες | θα ανακαλύπτεις | να ανακαλύπτεις | ανακάλυπτε |
3s | ανακαλύπτει | ανακάλυπτε | θα ανακαλύπτει | να ανακαλύπτει | |
1p | ανακαλύπτουμε, ανακαλύπτομε | ανακαλύπταμε | θα ανακαλύπτουμε, ανακαλύπτομε | να ανακαλύπτουμε, ανακαλύπτομε | |
2p | ανακαλύπτετε | ανακαλύπτατε | θα ανακαλύπτετε | να ανακαλύπτετε | ανακαλύπτετε |
3p | ανακαλύπτουν, ανακαλύπτουνε | ανακάλυπταν, ανακαλύπταν, ανακαλύπτανε | θα ανακαλύπτουν, ανακαλύπτουνε | να ανακαλύπτουν, ανακαλύπτουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ανακαλύψω | ανακάλυψα | θα ανακαλύψω | να ανακαλύψω | |
2s | ανακαλύψεις | ανακάλυψες | θα ανακαλύψεις | να ανακαλύψεις | ανακάλυψε |
3s | ανακαλύψει | ανακάλυψε | θα ανακαλύψει | να ανακαλύψει | |
1p | ανακαλύψουμε, ανακαλύψομε | ανακαλύψαμε | θα ανακαλύψουμε, ανακαλύψομε | να ανακαλύψουμε, ανακαλύψομε | |
2p | ανακαλύψετε | ανακαλύψατε | θα ανακαλύψετε | να ανακαλύψετε | ανακαλύψτε |
3p | ανακαλύψουν, ανακαλύψουνε | ανακάλυψαν, ανακαλύψαν, ανακαλύψανε | θα ανακαλύψουν, ανακαλύψουνε | να ανακαλύψουν, ανακαλύψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ανακαλύψει | είχα ανακαλύψει | θα έχω ανακαλύψει | να έχω ανακαλύψει | |
2s | έχεις ανακαλύψει | είχες ανακαλύψει | θα έχεις ανακαλύψει | να έχεις ανακαλύψει | έχε ανακαλυμμένο |
3s | έχει ανακαλύψει | είχε ανακαλύψει | θα έχει ανακαλύψει | να έχει ανακαλύψει | |
1p | έχουμε ανακαλύψει | είχαμε ανακαλύψει | θα έχουμε ανακαλύψει | να έχουμε ανακαλύψει | |
2p | έχετε ανακαλύψει | είχατε ανακαλύψει | θα έχετε ανακαλύψει | να έχετε ανακαλύψει | έχετε ανακαλυμμένο |
3p | έχουν ανακαλύψει | είχαν ανακαλύψει | θα έχουν ανακαλύψει | να έχουν ανακαλύψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ανακαλυμμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ανακαλυμμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ανακαλυμμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ανακαλυμμένο | ||||
Participle: | ανακαλύπτοντας | Non-finite ‡ | ανακαλύψει | 11, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Related terms
- ανακάλυψη f (anakálypsi, “discovery”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.