αναπαύομαι
Greek
Verb
αναπαύομαι • (anapávomai) passive (simple past αναπαύτηκα, αναπαύθηκα, active αναπαύω)
Conjugation
αναπαύομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | αναπαύομαι | θα αναπαύομαι | αναπαυόμουν, αναπαυόμουνα |
2nd person | αναπαύεσαι | θα αναπαύεσαι | αναπαυόσουν, αναπαυόσουνα | |
3rd person | αναπαύεται | θα αναπαύεται | αναπαυόταν, αναπαυότανε | |
1st person | pl | αναπαυόμαστε | θα αναπαυόμαστε | αναπαυόμασταν, αναπαυόμαστε2 |
2nd person | αναπαύεστε, αναπαυόσαστε1 | θα αναπαύεστε, αναπαυόσαστε1 | αναπαυόσασταν, αναπαυόσαστε2 | |
3rd person | αναπαύονται | θα αναπαύονται | αναπαύονταν, αναπαυόντανε, αναπαυόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | αναπαυτώ, αναπαυθώ | θα αναπαυτώ, θα αναπαυθώ | αναπαύτηκα, αναπαύθηκα |
2nd person | αναπαυτείς, αναπαυθείς | θα αναπαυτείς, αναπαυθείς | αναπαύτηκες, αναπαύθηκες | |
3rd person | αναπαυτεί, αναπαυθεί | θα αναπαυτεί, αναπαυθεί | αναπαύτηκε, αναπαύθηκε | |
1st person | pl | αναπαυτούμε, αναπαυθούμε | θα αναπαυτούμε, αναπαυθούμε | αναπαυτήκαμε, αναπαυθήκαμε |
2nd person | αναπαυτείτε, αναπαυθείτε | θα αναπαυτείτε, αναπαυθείτε | αναπαυτήκατε, αναπαυθήκατε | |
3rd person | αναπαυτούν, αναπαυθούν, αναπαυτούνε, αναπαυθούνε | θα αναπαυτούν, θα αναπαυθούν, θα αναπαυτούνε, θα αναπαυθούνε | αναπαύτηκαν, αναπαύθηκαν, αναπαυτήκανε, αναπαυθήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | αναπαύσου | |
2nd person | pl | —3 | αναπαυτείτε, αναπαυθείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω αναπαυτεί, έχεις αναπαυτεί έχει αναπαυτεί, …; έχω αναπαυθεί, έχεις αναπαυθεί έχει αναπαυθεί, … | |||
Future perfect | θα έχω αναπαυτεί, θα έχεις αναπαυτεί, θα έχει αναπαυτεί, …; θα έχω αναπαυθεί, θα έχεις αναπαυθεί, θα έχει αναπαυθεί, … | |||
Past perfect | είχα αναπαυτεί, είχες αναπαυτεί, είχε αναπαυτεί, … ; είχα αναπαυθεί, είχες αναπαυθεί, είχε αναπαυθεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existence of these forms is doubtful | ||||
Related terms
- ανάπαυση f (anápafsi, “rest, peace, repose, comfort”)
- ανάπαυλα f (anápavla, “respite, relaxation”)
- αναπαυτήριο n (anapaftírio, “retreat, resting place”)
- αναπαυτικός (anapaftikós, “restful, cosy”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.