αναπόφευκτος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.naˈpo.fef.ktos/
- Hyphenation: α‧να‧πό‧φευ‧κτος
Adjective
αναπόφευκτος • (anapófefktos) m (feminine αναπόφευκτη, neuter αναπόφευκτο)
- unavoidable
- Synonyms: άφευκτος (áfefktos), μοιραίος (moiraíos)
- unpreventable
- Synonym: αναπότρεπτος (anapótreptos)
Declension
declension of αναπόφευκτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπόφευκτος | αναπόφευκτη | αναπόφευκτο | αναπόφευκτοι | αναπόφευκτες | αναπόφευκτα |
genitive | αναπόφευκτου | αναπόφευκτης | αναπόφευκτου | αναπόφευκτων | αναπόφευκτων | αναπόφευκτων |
accusative | αναπόφευκτο | αναπόφευκτη | αναπόφευκτο | αναπόφευκτους | αναπόφευκτες | αναπόφευκτα |
vocative | αναπόφευκτε | αναπόφευκτη | αναπόφευκτο | αναπόφευκτοι | αναπόφευκτες | αναπόφευκτα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αναπόφευκτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αναπόφευκτος (o pio anapófefktos), etc.) |
References
- αναπόφευκτος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.