ανασταλτικός
Greek
Adjective
ανασταλτικός • (anastaltikós) m (feminine ανασταλτική, neuter ανασταλτικό)
- inhibitory, inhibiting
- ανασταλτικός παράγοντας ― anastaltikós parágontas ― inhibiting factor, inhibitor
- checking, restraining
- ανασταλτικό βέτο ― anastaltikó véto ― restraining veto
Declension
declension of ανασταλτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανασταλτικός | ανασταλτική | ανασταλτικό | ανασταλτικοί | ανασταλτικές | ανασταλτικά |
genitive | ανασταλτικού | ανασταλτικής | ανασταλτικού | ανασταλτικών | ανασταλτικών | ανασταλτικών |
accusative | ανασταλτικό | ανασταλτική | ανασταλτικό | ανασταλτικούς | ανασταλτικές | ανασταλτικά |
vocative | ανασταλτικέ | ανασταλτική | ανασταλτικό | ανασταλτικοί | ανασταλτικές | ανασταλτικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ανασταλτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ανασταλτικός (o pio anastaltikós), etc.) |
Related terms
- ανασταλτικό n (anastaltikó, “inhibition”)
- and see: αναστέλλω (anastéllo, “to suspend”)
Coordinate terms
- αναστολέας m (anastoléas, “inhibitor”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.