ανταγωνίζομαι
See also: ἀνταγωνίζομαι
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀνταγωνίζομαι (antagōnízomai). Morphologically, from αντ- (“against”) + αγωνίζομαι (“struggle”).
Pronunciation
- IPA(key): /an.da.ɣoˈni.zo.me/
- Hyphenation: α‧ντα‧γω‧νί‧ζο‧μαι
Verb
ανταγωνίζομαι • (antagonízomai) deponent (simple past ανταγωνίστηκα)
Conjugation
ανταγωνίζομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | ανταγωνίζομαι | ανταγωνιστώ |
2 sg | ανταγωνίζεσαι | ανταγωνιστείς |
3 sg | ανταγωνίζεται | ανταγωνιστεί |
1 pl | ανταγωνιζόμαστε | ανταγωνιστούμε |
2 pl | ανταγωνίζεστε, ανταγωνιζόσαστε | ανταγωνιστείτε |
3 pl | ανταγωνίζονται | ανταγωνιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | ανταγωνιζόμουν(α) | ανταγωνίστηκα |
2 sg | ανταγωνιζόσουν(α) | ανταγωνίστηκες |
3 sg | ανταγωνιζόταν(ε) | ανταγωνίστηκε |
1 pl | ανταγωνιζόμασταν, (‑όμαστε) | ανταγωνιστήκαμε |
2 pl | ανταγωνιζόσασταν, (‑όσαστε) | ανταγωνιστήκατε |
3 pl | ανταγωνίζονταν, (ανταγωνιζόντουσαν) | ανταγωνίστηκαν, ανταγωνιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα ανταγωνίζομαι ➤ | θα ανταγωνιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανταγωνίζεσαι, … | θα ανταγωνιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανταγωνιστεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανταγωνιστεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανταγωνιστεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | ανταγωνίσου |
2 pl | ανταγωνίζεστε | ανταγωνιστείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | — | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | ανταγωνιστεί | |
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Related terms
- ανταγωνισμός m (antagonismós, “competition, rivalry”)
- ανταγωνιστής m (antagonistís, “competitor, rival”)
- ανταγωνίστρια f (antagonístria, “competitor, rival”)
- ανταγωνιστικός (antagonistikós, “competitive”)
- ανταγωνιστικότητα f (antagonistikótita)
and
- αγωνίζομαι (agonízomai, “struggle”)
- διαγωνίζομαι (diagonízomai, “compete”)
- συναγωνίζομαι (synagonízomai)
- and see: αγώνας m (agónas, “struggle, match”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.