αντικρούω
See also: ἀντικρούω
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀντικρούω. Morphologically, from αντι- (“counter-”) + κρούω (“strike”).
Pronunciation
- IPA(key): /andiˈkruo/
- Hyphenation: α‧ντι‧κρού‧ω
- Old Hyphenation: αντι‧κρού‧ω
Verb
αντικρούω • (antikroúo) (simple past αντέκρουσα, passive αντικρούομαι)
- contest, refute, rebut, controvert
- Με αμφισβητείς, αλλά θα αντικρούσω τα επιχειρήματά σου.
- Me amfisviteís, allá tha antikroúso ta epicheirímatá sou.
- You dοubt me, but I shall rebut your arguments.
Conjugation
αντικρούω αντικρούομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αντικρούω | αντικρούσω | αντικρούομαι | αντικρουστώ, {αντικρουσθώ}1 |
2 sg | αντικρούεις | αντικρούσεις | αντικρούεσαι | αντικρουστείς, αντικρουσθείς |
3 sg | αντικρούει | αντικρούσει | αντικρούεται | αντικρουστεί, αντικρουσθεί |
1 pl | αντικρούουμε, [‑ομε] | αντικρούσουμε, [‑ομε] | αντικρουόμαστε | αντικρουστούμε, αντικρουσθούμε |
2 pl | αντικρούετε | αντικρούσετε | αντικρούεστε, αντικρουόσαστε | αντικρουστείτε, αντικρουσθείτε |
3 pl | αντικρούουν(ε) | αντικρούσουν(ε) | αντικρούονται | αντικρουστούν(ε), αντικρουσθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αντέκρουα | αντέκρουσα | αντικρουόμουν(α) | αντικρούστηκα, {αντικρούσθηκα}1 |
2 sg | αντέκρουες | αντέκρουσες | αντικρουόσουν(α) | αντικρούστηκες, αντικρούσθηκες |
3 sg | αντέκρουε | αντέκρουσε | αντικρουόταν(ε) | αντικρούστηκε, αντικρούσθηκε |
1 pl | αντικρούαμε | αντικρούσαμε | αντικρουόμασταν, (‑όμαστε) | αντικρουστήκαμε, αντικρουσθήκαμε |
2 pl | αντικρούατε | αντικρούσατε | αντικρουόσασταν, (‑όσαστε) | αντικρουστήκατε, αντικρουσθήκατε |
3 pl | αντέκρουαν, αντικρούαν(ε) | αντέκρουσαν, αντικρούσαν(ε) | αντικρούονταν, (αντικρουόντουσαν) | αντικρούστηκαν, αντικρουστήκαν(ε), αντικρούσθηκαν, αντικρουσθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αντικρούω ➤ | θα αντικρούσω ➤ | θα αντικρούομαι ➤ | θα αντικρουστώ / αντικρουσθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αντικρούεις, … | θα αντικρούσεις, … | θα αντικρούεσαι, … | θα αντικρουστείς / αντικρουσθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αντικρούσει | έχω, έχεις, … αντικρουστεί / αντικρουσθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αντικρούσει | είχα, είχες, … αντικρουστεί / αντικρουσθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αντικρούσει | θα έχω, θα έχεις, … αντικρουστεί / αντικρουσθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αντίκρουε | αντίκρουσε | — | αντικρούσου |
2 pl | αντικρούετε | αντικρούστε | αντικρούεστε | αντικρουστείτε, αντικρουσθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αντικρούοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αντικρούσει ➤ | [αντικρουσμένος, ‑η, ‑o] ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αντικρούσει | αντικρουστεί, αντικρουσθεί | ||
Notes | 1. Formal types with -σθ- are rarely used. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- ανασκευάζω (anaskevázo)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.