αντιπροσωπευτικός
Greek
Adjective
αντιπροσωπευτικός • (antiprosopeftikós) m (feminine αντιπροσωπευτική, neuter αντιπροσωπευτικό)
Declension
declension of αντιπροσωπευτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιπροσωπευτικός | αντιπροσωπευτική | αντιπροσωπευτικό | αντιπροσωπευτικοί | αντιπροσωπευτικές | αντιπροσωπευτικά |
genitive | αντιπροσωπευτικού | αντιπροσωπευτικής | αντιπροσωπευτικού | αντιπροσωπευτικών | αντιπροσωπευτικών | αντιπροσωπευτικών |
accusative | αντιπροσωπευτικό | αντιπροσωπευτική | αντιπροσωπευτικό | αντιπροσωπευτικούς | αντιπροσωπευτικές | αντιπροσωπευτικά |
vocative | αντιπροσωπευτικέ | αντιπροσωπευτική | αντιπροσωπευτικό | αντιπροσωπευτικοί | αντιπροσωπευτικές | αντιπροσωπευτικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αντιπροσωπευτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αντιπροσωπευτικός (o pio antiprosopeftikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιπροσωπευτικότερος | αντιπροσωπευτικότερη | αντιπροσωπευτικότερο | αντιπροσωπευτικότεροι | αντιπροσωπευτικότερες | αντιπροσωπευτικότερα |
genitive | αντιπροσωπευτικότερου | αντιπροσωπευτικότερης | αντιπροσωπευτικότερου | αντιπροσωπευτικότερων | αντιπροσωπευτικότερων | αντιπροσωπευτικότερων |
accusative | αντιπροσωπευτικότερο | αντιπροσωπευτικότερη | αντιπροσωπευτικότερο | αντιπροσωπευτικότερους | αντιπροσωπευτικότερες | αντιπροσωπευτικότερα |
vocative | αντιπροσωπευτικότερε | αντιπροσωπευτικότερη | αντιπροσωπευτικότερο | αντιπροσωπευτικότεροι | αντιπροσωπευτικότερες | αντιπροσωπευτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αντιπροσωπευτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιπροσωπευτικότατος | αντιπροσωπευτικότατη | αντιπροσωπευτικότατο | αντιπροσωπευτικότατοι | αντιπροσωπευτικότατες | αντιπροσωπευτικότατα |
genitive | αντιπροσωπευτικότατου | αντιπροσωπευτικότατης | αντιπροσωπευτικότατου | αντιπροσωπευτικότατων | αντιπροσωπευτικότατων | αντιπροσωπευτικότατων |
accusative | αντιπροσωπευτικότατο | αντιπροσωπευτικότατη | αντιπροσωπευτικότατο | αντιπροσωπευτικότατους | αντιπροσωπευτικότατες | αντιπροσωπευτικότατα |
vocative | αντιπροσωπευτικότατε | αντιπροσωπευτικότατη | αντιπροσωπευτικότατο | αντιπροσωπευτικότατοι | αντιπροσωπευτικότατες | αντιπροσωπευτικότατα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.