αντιπροσωπεύω
Greek
Verb
αντιπροσωπεύω • (antiprosopévo) (simple past αντιπροσώπευσα, passive αντιπροσωπεύομαι)
Conjugation
αντιπροσωπεύω αντιπροσωπεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αντιπροσωπεύω | αντιπροσωπεύσω | αντιπροσωπεύομαι | αντιπροσωπευτώ |
2 sg | αντιπροσωπεύεις | αντιπροσωπεύσεις | αντιπροσωπεύεσαι | αντιπροσωπευτείς |
3 sg | αντιπροσωπεύει | αντιπροσωπεύσει | αντιπροσωπεύεται | αντιπροσωπευτεί |
1 pl | αντιπροσωπεύουμε, [‑ομε] | αντιπροσωπεύσουμε, [‑ομε] | αντιπροσωπευόμαστε | αντιπροσωπευτούμε |
2 pl | αντιπροσωπεύετε | αντιπροσωπεύσετε | αντιπροσωπεύεστε, αντιπροσωπευόσαστε | αντιπροσωπευτείτε |
3 pl | αντιπροσωπεύουν(ε) | αντιπροσωπεύσουν(ε) | αντιπροσωπεύονται | αντιπροσωπευτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αντιπροσώπευα | αντιπροσώπευσα | αντιπροσωπευόμουν(α) | αντιπροσωπεύτηκα |
2 sg | αντιπροσώπευες | αντιπροσώπευσες | αντιπροσωπευόσουν(α) | αντιπροσωπεύτηκες |
3 sg | αντιπροσώπευε | αντιπροσώπευσε | αντιπροσωπευόταν(ε) | αντιπροσωπεύτηκε |
1 pl | αντιπροσωπεύαμε | αντιπροσωπεύσαμε | αντιπροσωπευόμασταν, (‑όμαστε) | αντιπροσωπευτήκαμε |
2 pl | αντιπροσωπεύατε | αντιπροσωπεύσατε | αντιπροσωπευόσασταν, (‑όσαστε) | αντιπροσωπευτήκατε |
3 pl | αντιπροσώπευαν, αντιπροσωπεύαν(ε) | αντιπροσώπευσαν, αντιπροσωπεύσαν(ε) | αντιπροσωπεύονταν, (αντιπροσωπευόντουσαν) | αντιπροσωπεύτηκαν, αντιπροσωπευτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αντιπροσωπεύω ➤ | θα αντιπροσωπεύσω ➤ | θα αντιπροσωπεύομαι ➤ | θα αντιπροσωπευτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αντιπροσωπεύεις, … | θα αντιπροσωπεύσεις, … | θα αντιπροσωπεύεσαι, … | θα αντιπροσωπευτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αντιπροσωπεύσει έχω, έχεις, … αντιπροσωπευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αντιπροσωπευτεί είμαι, είσαι, … αντιπροσωπευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αντιπροσωπεύσει είχα, είχες, … αντιπροσωπευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αντιπροσωπευτεί ήμουν, ήσουν, … αντιπροσωπευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αντιπροσωπεύσει θα έχω, θα έχεις, … αντιπροσωπευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αντιπροσωπευτεί θα είμαι, θα είσαι, … αντιπροσωπευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αντιπροσώπευε | αντιπροσώπευσε | — | αντιπροσωπεύσου |
2 pl | αντιπροσωπεύετε | αντιπροσωπεύστε | αντιπροσωπεύεστε | αντιπροσωπευτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αντιπροσωπεύοντας ➤ | αντιπροσωπευόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αντιπροσωπεύσει ➤ | αντιπροσωπευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αντιπροσωπεύσει | αντιπροσωπευτεί | ||
Notes | • In the passive "-εύτ-" may become "-εύθ-" producing a less common form, e.g. αντιπροσωπεύτηκα → αντιπροσωπεύθηκα • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αντιπροσωπία f (antiprosopía, “delegation, deputation”)
- αντιπροσώπευση f (antiprosópefsi, “representation”)
- αντιπροσωπευτικός (antiprosopeftikós, “representative”, adjective)
- αντιπρόσωπος m (antiprósopos, “representative”, noun)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.