ανώμαλος
See also: ἀνώμαλος
Greek
Alternative forms
- ανώμ. (anóm.) – abbreviation
Etymology
From the Ancient Greek ᾰ̓νώμᾰλος (anṓmalos).
Adjective
Declension
declension of ανώμαλος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανώμαλος | ανώμαλη | ανώμαλο | ανώμαλοι | ανώμαλες | ανώμαλα |
genitive | ανώμαλου | ανώμαλης | ανώμαλου | ανώμαλων | ανώμαλων | ανώμαλων |
accusative | ανώμαλο | ανώμαλη | ανώμαλο | ανώμαλους | ανώμαλες | ανώμαλα |
vocative | ανώμαλε | ανώμαλη | ανώμαλο | ανώμαλοι | ανώμαλες | ανώμαλα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ανώμαλος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ανώμαλος (o pio anómalos), etc.) |
Synonyms
- (sexually perverted): διεστραμμένος (diestramménos)
Antonyms
- (abnormal): ομαλός (omalós)
Derived terms
Declension
Derived terms
- ανώμαλη f (anómali)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.