αξιοσημείωτος
Greek
Etymology
From αξιο- (axio-, “worthy, deserving”) + σημειώνω (simeióno, “to note”).[1] Calque of French notable attested in 1808.[2]
Pronunciation
- IPA(key): /aksiosiˈmiotos/
- Hyphenation: α‧ξι‧ο‧ση‧μεί‧ω‧τος
Declension
declension of αξιοσημείωτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιοσημείωτος | αξιοσημείωτη | αξιοσημείωτο | αξιοσημείωτοι | αξιοσημείωτες | αξιοσημείωτα |
genitive | αξιοσημείωτου | αξιοσημείωτης | αξιοσημείωτου | αξιοσημείωτων | αξιοσημείωτων | αξιοσημείωτων |
accusative | αξιοσημείωτο | αξιοσημείωτη | αξιοσημείωτο | αξιοσημείωτους | αξιοσημείωτες | αξιοσημείωτα |
vocative | αξιοσημείωτε | αξιοσημείωτη | αξιοσημείωτο | αξιοσημείωτοι | αξιοσημείωτες | αξιοσημείωτα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αξιοσημείωτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αξιοσημείωτος (o pio axiosimeíotos), etc.) |
References
- αξιοσημείωτος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας [Modern Greek Dictionary] (in Greek), 2nd edition, Athens: Lexicology Centre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.