αποκλείω
See also: ἀποκλείω
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀποκλείω. For sense 'exclude', Semantic loan from French exclure[1]. Morphologically, from απο- + κλείω.
Pronunciation
- IPA(key): /apoˈklio/
- Hyphenation: α‧πο‧κλεί‧ω
Verb
αποκλείω • (apokleío) (simple past απέκλεισα, απόκλεισα, passive αποκλείομαι)
- block, shut out, isolate
- Ο δρόμος αποκλείστηκε από τα χιόνια.
- O drómos apokleístike apó ta chiónia.
- The road was blocked because of snow.
- ban
- Ο αθλητής θα αποκλειστεί λόγω ντοπαρίσματος.
- O athlitís tha apokleisteí lógo doparísmatos.
- The athlete will be banned because of dopping.
- exclude, rule out
- Αποκλείω το ενδεχόμενο να γίνουν εκλογές σύντομα.
- Apokleío to endechómeno na gínoun eklogés sýntoma.
- I rule out the possibility of the elections happening soon.
Conjugation
αποκλείω αποκλείομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποκλείω | αποκλείσω | αποκλείομαι | αποκλειστώ, {αποκλεισθώ}3 |
2 sg | αποκλείεις | αποκλείσεις | αποκλείεσαι | αποκλειστείς, αποκλεισθείς |
3 sg | αποκλείει | αποκλείσει | αποκλείεται2 | αποκλειστεί, αποκλεισθεί |
1 pl | αποκλείουμε, [‑ομε] | αποκλείσουμε, [‑ομε] | αποκλειόμαστε | αποκλειστούμε, αποκλεισθούμε |
2 pl | αποκλείετε | αποκλείσετε | αποκλείεστε, αποκλειόσαστε | αποκλειστείτε, αποκλεισθείτε |
3 pl | αποκλείουν(ε) | αποκλείσουν(ε) | αποκλείονται | αποκλειστούν(ε), αποκλεισθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | απέκλεια | απέκλεισα, (απόκλεισα)1 | αποκλειόμουν(α) | αποκλείστηκα, {αποκλείσθηκα}3 |
2 sg | απέκλειες | απέκλεισες, απόκλεισες | αποκλειόσουν(α) | αποκλείστηκες, αποκλείσθηκες |
3 sg | απέκλειε | απέκλεισε, απόκλεισε | αποκλειόταν(ε) | αποκλείστηκε, {αποκλείσθηκε}3, {απεκλείσθη}3 |
1 pl | αποκλείαμε | αποκλείσαμε | αποκλειόμασταν, (‑όμαστε) | αποκλειστήκαμε, αποκλεισθήκαμε |
2 pl | αποκλείατε | αποκλείσατε | αποκλειόσασταν, (‑όσαστε) | αποκλειστήκατε, αποκλεισθήκατε |
3 pl | απέκλειαν, αποκλείαν(ε) | απέκλεισαν, αποκλείσαν(ε), απόκλεισαν | αποκλείονταν, (αποκλειόντουσαν) | αποκλείστηκαν, αποκλειστήκαν(ε), {αποκλείσθηκαν}3, {απεκλείσθησαν}3 |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποκλείω ➤ | θα αποκλείσω ➤ | θα αποκλείομαι ➤ | θα αποκλειστώ / αποκλεισθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποκλείεις, … | θα αποκλείσεις, … | θα αποκλείεσαι, … | θα αποκλειστείς / αποκλεισθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποκλείσει έχω, έχεις, … αποκλεισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποκλειστεί / αποκλεισθεί είμαι, είσαι, … αποκλεισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποκλείσει είχα, είχες, … αποκλεισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποκλειστεί / αποκλεισθεί ήμουν, ήσουν, … αποκλεισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποκλείσει θα έχω, θα έχεις, … αποκλεισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποκλειστεί / αποκλεισθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποκλεισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | απόκλειε | απόκλεισε, απόκλεισε | — | αποκλείσου |
2 pl | αποκλείετε | αποκλείστε | αποκλείεστε | αποκλειστείτε, αποκλεισθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποκλείοντας ➤ | αποκλειόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποκλείσει ➤ | αποκλεισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποκλείσει | αποκλειστεί, αποκλεισθεί | ||
Notes | 1. The second simple past forms, without internal augment, are less common. 2. Also as impersonal verb. 3. Formal types with -σθ- are rare. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- αποκλεισμένος (apokleisménos, “blocked, excluded”, participle)
Related terms
- αποκλείεται (apokleíetai, “it's impossible”) (impersonal verb)
- αποκλεισμός m (apokleismós, “blockade”)
- αποκλειστικός (apokleistikós, “exclusive”)
- αποκλειστικότητα f (apokleistikótita, “exclusivity”)
References
- αποκλείω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.