απωθούμαι
Greek
Verb
απωθούμαι • (apothoúmai) passive (simple past απωθήθηκα, active απωθώ)
- passive form of απωθώ (apothó).
Conjugation
απωθούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | απωθούμαι | απωθιόμουν, απωθιόμουνα | θα απωθούμαι | να απωθούμαι | |
2s | απωθείσαι | απωθιόσουν, απωθιόσουνα | θα απωθείσαι | να απωθείσαι | — |
3s | απωθείται | απωθιόταν, απωθιότανε | θα απωθείται | να απωθείται | |
1p | απωθούμαστε, απωθόμαστε | απωθιόμαστε, απωθιόμασταν | θα απωθούμαστε | να απωθούμαστε | |
2p | απωθείστε, απωθόσαστε | απωθιόσαστε, απωθιόσασταν | θα απωθείστε | να απωθείστε | απωθείστε |
3p | απωθούνται | απωθιόνταν, απωθιούνταν, απωθιόντουσαν, απωθιόντανε | θα απωθούνται | να απωθούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | απωθηθώ | απωθήθηκα | θα απωθηθώ | να απωθηθώ | |
2s | απωθηθείς | απωθήθηκες | θα απωθηθείς | να απωθηθείς | απωθήσου |
3s | απωθηθεί | απωθήθηκε | θα απωθηθεί | να απωθηθεί | |
1p | απωθηθούμε | απωθηθήκαμε | θα απωθηθούμε | να απωθηθούμε | |
2p | απωθηθείτε | απωθηθήκατε | θα απωθηθείτε | να απωθηθείτε | απωθηθείτε |
3p | απωθηθούν, απωθηθούνε | απωθήθηκαν, απωθηθήκανε, απωθηθήκαν | θα απωθηθούν, θα απωθηθούνε | να απωθηθούν, να απωθηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω απωθηθεί | είχα απωθηθεί | θα έχω απωθηθεί | να έχω απωθηθεί | |
2s | έχεις απωθηθεί | είχες απωθηθεί | θα έχεις απωθηθεί | να έχεις απωθηθεί | |
3s | έχει απωθηθεί | είχε απωθηθεί | θα έχει απωθηθεί | να έχει απωθηθεί | |
1p | έχουμε απωθηθεί | είχαμε απωθηθεί | θα έχουμε απωθηθεί | να έχουμε απωθηθεί | |
2p | έχετε απωθηθεί | είχατε απωθηθεί | θα έχετε απωθηθεί | να έχετε απωθηθεί | |
3p | έχουν απωθηθεί | είχαν απωθηθεί | θα έχουν απωθηθεί | να έχουν απωθηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | απωθηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.