αυθεντικός
Greek
Etymology
Inherited from Ancient Greek αὐθεντικός (authentikós).
Declension
declension of αυθεντικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυθεντικός | αυθεντική | αυθεντικό | αυθεντικοί | αυθεντικές | αυθεντικά |
genitive | αυθεντικού | αυθεντικής | αυθεντικού | αυθεντικών | αυθεντικών | αυθεντικών |
accusative | αυθεντικό | αυθεντική | αυθεντικό | αυθεντικούς | αυθεντικές | αυθεντικά |
vocative | αυθεντικέ | αυθεντική | αυθεντικό | αυθεντικοί | αυθεντικές | αυθεντικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αυθεντικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αυθεντικός (o pio afthentikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυθεντικότερος | αυθεντικότερη | αυθεντικότερο | αυθεντικότεροι | αυθεντικότερες | αυθεντικότερα |
genitive | αυθεντικότερου | αυθεντικότερης | αυθεντικότερου | αυθεντικότερων | αυθεντικότερων | αυθεντικότερων |
accusative | αυθεντικότερο | αυθεντικότερη | αυθεντικότερο | αυθεντικότερους | αυθεντικότερες | αυθεντικότερα |
vocative | αυθεντικότερε | αυθεντικότερη | αυθεντικότερο | αυθεντικότεροι | αυθεντικότερες | αυθεντικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αυθεντικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυθεντικότος | αυθεντικότη | αυθεντικότο | αυθεντικότοι | αυθεντικότες | αυθεντικότα |
genitive | αυθεντικότου | αυθεντικότης | αυθεντικότου | αυθεντικότων | αυθεντικότων | αυθεντικότων |
accusative | αυθεντικότο | αυθεντικότη | αυθεντικότο | αυθεντικότους | αυθεντικότες | αυθεντικότα |
vocative | αυθεντικότε | αυθεντικότη | αυθεντικότο | αυθεντικότοι | αυθεντικότες | αυθεντικότα |
Synonyms
- γνήσιος (gnísios)
- πραγματικός (pragmatikós)
- αληθινός (alithinós)
Related terms
- αυθεντία (afthentía)
- αυθέντης (afthéntis)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.