αυξάνω
See also: αὐξάνω
Greek
Etymology
From Ancient Greek αὐξάνω (auxánō).
Conjugation
αυξάνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | αυξάνω | αύξανα | θα αυξάνω | να αυξάνω | |
2s | αυξάνεις | αύξανες | θα αυξάνεις | να αυξάνεις | αύξανε |
3s | αυξάνει | αύξανε | θα αυξάνει | να αυξάνει | |
1p | αυξάνουμε, αυξάνομε | αυξάναμε | θα αυξάνουμε, αυξάνομε | να αυξάνουμε, αυξάνομε | |
2p | αυξάνετε | αυξάνατε | θα αυξάνετε | να αυξάνετε | αυξάνετε |
3p | αυξάνουν, αυξάνουνε | αύξαναν, αυξάναν, αυξάνανε | θα αυξάνουν, αυξάνουνε | να αυξάνουν, αυξάνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | αυξήσω | αύξησα | θα αυξήσω | να αυξήσω | |
2s | αυξήσεις | αύξησες | θα αυξήσεις | να αυξήσεις | αύξησε |
3s | αυξήσει | αύξησε | θα αυξήσει | να αυξήσει | |
1p | αυξήσουμε, αυξήσομε | αυξήσαμε | θα αυξήσουμε, αυξήσομε | να αυξήσουμε, αυξήσομε | |
2p | αυξήσετε | αυξήσατε | θα αυξήσετε | να αυξήσετε | αυξήστε |
3p | αυξήσουν, αυξήσουνε | αύξησαν, αυξήσαν, αυξήσανε | θα αυξήσουν, αυξήσουνε | να αυξήσουν, αυξήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω αυξήσει | είχα αυξήσει | θα έχω αυξήσει | να έχω αυξήσει | |
2s | έχεις αυξήσει | είχες αυξήσει | θα έχεις αυξήσει | να έχεις αυξήσει | |
3s | έχει αυξήσει | είχε αυξήσει | θα έχει αυξήσει | να έχει αυξήσει | |
1p | έχουμε αυξήσει | είχαμε αυξήσει | θα έχουμε αυξήσει | να έχουμε αυξήσει | |
2p | έχετε αυξήσει | είχατε αυξήσει | θα έχετε αυξήσει | να έχετε αυξήσει | |
3p | έχουν αυξήσει | είχαν αυξήσει | θα έχουν αυξήσει | να έχουν αυξήσει | |
Participle: | αυξάνοντας | Non-finite ‡ | αυξήσει | 104, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Related terms
- αύξηση f (áfxisi, “increase, growth”)
- αυξητικός (afxitikós, “upward”)
- αύξων (áfxon, “rising, growing”)
- αυξομειώνω (afxomeióno, “to fluctuate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.