βιάζω
Greek
Etymology
From Ancient Greek βιάζω (biázō, “to use violence, to force”). The forced sexual intercourse sense is from Byzantine Greek.
Pronunciation
- IPA(key): /viˈazo/
- Hyphenation: βι‧ά‧ζω
- IPA(key): /ˈvʝazo/
- Hyphenation: βιά‧ζω
Verb
βιάζω • (viázo) (simple past βίασα, passive βιάζομαι)
- (transitive) urge on, rush, hurry
- Μη βιάζεις το φαγητό, η καλή μαγειρική θέλει την ώρα της. ― Mi viázeis to fagitó, i kalí mageirikí thélei tin óra tis. ― Don't hurry the food, good cooking needs time.
- (transitive) force, pressure
- Μην βιάζεις το παιδί, θα φάει όταν είναι έτοιμο. ― Min viázeis to paidí, tha fáei ótan eínai étoimo. ― Don't pressure the child, he'll eat when he's ready.
- (transitive) rape, violate, ravish (to force sexual intercourse or other sexual activity without consent)
- Κατηγορείται ότι βίασε δεκαεξάχρονη κοπέλα. ― Katigoreítai óti víase dekaexáchroni kopéla. ― He's accused of raping a sixteen year old girl.
- (figuratively) rape (to plunder, to destroy or despoil)
- Ο πόλεμος βίασε την όμορφη χώρα μας και την κατάντησε έρημο τοπίο. ― O pólemos víase tin ómorfi chóra mas kai tin katántise érimo topío. ― The war has raped our beautiful country and turned it into a deserted landscape.
Conjugation
βιάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | βιάζω | βίαζα, έβιαζα | θα βιάζω | να βιάζω | |
2s | βιάζεις | βίαζες, έβιαζες | θα βιάζεις | να βιάζεις | βίαζε |
3s | βιάζει | βίαζε, έβιαζε | θα βιάζει | να βιάζει | |
1p | βιάζουμε, βιάζομε | βιάζαμε | θα βιάζουμε, βιάζομε | να βιάζουμε, βιάζομε | |
2p | βιάζετε | βιάζατε | θα βιάζετε | να βιάζετε | βιάζετε |
3p | βιάζουν, βιάζουνε | βίαζαν, βιάζαν, βιάζανε, έβιαζαν | θα βιάζουν, βιάζουνε | να βιάζουν, βιάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | βιάσω | βίασα, έβιασα | θα βιάσω | να βιάσω | |
2s | βιάσεις | βίασες, έβιασες | θα βιάσεις | να βιάσεις | βίασε |
3s | βιάσει | βίασε, έβιασε | θα βιάσει | να βιάσει | |
1p | βιάσουμε, βιάσομε | βιάσαμε | θα βιάσουμε, θα βιάσομε | να βιάσουμε, να βιάσομε | |
2p | βιάσετε | βιάσατε | θα βιάσετε | να βιάσετε | βιάσετε, βιάστε |
3p | βιάσουν, βιάσουνε | βίασαν, βιάσανε, έβιασαν | θα βιάσουν, θα βιάσουνε | να βιάσουν, να βιάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω βιάσει | είχα βιάσει | θα έχω βιάσει | να έχω βιάσει | |
2s | έχεις βιάσει | είχες βιάσει | θα έχεις βιάσει | να έχεις βιάσει | έχε βιασμένο |
3s | έχει βιάσει | είχε βιάσει | θα έχει βιάσει | να έχει βιάσει | |
1p | έχουμε βιάσει | είχαμε βιάσει | θα έχουμε βιάσει | να έχουμε βιάσει | |
2p | έχετε βιάσει | είχατε βιάσει | θα έχετε βιάσει | να έχετε βιάσει | έχετε βιασμένο |
3p | έχουν βιάσει | είχαν βιάσει | θα έχουν βιάσει | να έχουν βιάσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βιασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βιασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βιασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βιασμένο | ||||
Participle: | βιάζοντας | Non-finite ‡ | βιάσει | 035, 1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.