δημοσιεύω
Greek
Conjugation
δημοσιεύω δημοσιεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | δημοσιεύω | δημοσιεύσω | δημοσιεύομαι | δημοσιευτώ |
2 sg | δημοσιεύεις | δημοσιεύσεις | δημοσιεύεσαι | δημοσιευτείς |
3 sg | δημοσιεύει | δημοσιεύσει | δημοσιεύεται | δημοσιευτεί |
1 pl | δημοσιεύουμε, [‑ομε] | δημοσιεύσουμε, [‑ομε] | δημοσιευόμαστε | δημοσιευτούμε |
2 pl | δημοσιεύετε | δημοσιεύσετε | δημοσιεύεστε, δημοσιευόσαστε | δημοσιευτείτε |
3 pl | δημοσιεύουν(ε) | δημοσιεύσουν(ε) | δημοσιεύονται | δημοσιευτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | δημοσίευα | δημοσίευσα | δημοσιευόμουν(α) | δημοσιεύτηκα |
2 sg | δημοσίευες | δημοσίευσες | δημοσιευόσουν(α) | δημοσιεύτηκες |
3 sg | δημοσίευε | δημοσίευσε | δημοσιευόταν(ε) | δημοσιεύτηκε |
1 pl | δημοσιεύαμε | δημοσιεύσαμε | δημοσιευόμασταν, (‑όμαστε) | δημοσιευτήκαμε |
2 pl | δημοσιεύατε | δημοσιεύσατε | δημοσιευόσασταν, (‑όσαστε) | δημοσιευτήκατε |
3 pl | δημοσίευαν, δημοσιεύαν(ε) | δημοσίευσαν, δημοσιεύσαν(ε) | δημοσιεύονταν, (δημοσιευόντουσαν) | δημοσιεύτηκαν, δημοσιευτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα δημοσιεύω ➤ | θα δημοσιεύσω ➤ | θα δημοσιεύομαι ➤ | θα δημοσιευτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα δημοσιεύεις, … | θα δημοσιεύσεις, … | θα δημοσιεύεσαι, … | θα δημοσιευτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … δημοσιεύσει έχω, έχεις, … δημοσιευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … δημοσιευτεί είμαι, είσαι, … δημοσιευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … δημοσιεύσει είχα, είχες, … δημοσιευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … δημοσιευτεί ήμουν, ήσουν, … δημοσιευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … δημοσιεύσει θα έχω, θα έχεις, … δημοσιευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … δημοσιευτεί θα είμαι, θα είσαι, … δημοσιευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | δημοσίευε | δημοσίευσε | — | δημοσιεύσου |
2 pl | δημοσιεύετε | δημοσιεύστε | δημοσιεύεστε | δημοσιευτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | δημοσιεύοντας ➤ | δημοσιευόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας δημοσιεύσει ➤ | δημοσιευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | δημοσιεύσει | δημοσιευτεί | ||
Notes | • In the passive "-εύτ-" may become "-εύθ-" producing a less common form, e.g. δημοσιεύτηκα → δημοσιεύθηκα • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- see: αναδημοσιεύω (anadimosiévo, “republish”)
- and see: δήμος m (dímos, “municipality, community”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.