διαβεβαιώνω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ˈðʝa.ve.veˈo.no/
Verb
διαβεβαιώνω • (diavevaióno) (simple past διαβεβαίωσα, passive διαβεβαιώνομαι)
- assure (somebody of something)
- Σε διαβεβαιώνω ότι είμαι καλύτερα από ποτέ
- Se diavevaióno óti eímai kalýtera apó poté
- I assure you that I feel better than ever.
Conjugation
διαβεβαιώνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαβεβαιώνω | διαβεβαίωνα | θα διαβεβαιώνω | να διαβεβαιώνω | |
2s | διαβεβαιώνεις | διαβεβαίωνες | θα διαβεβαιώνεις | να διαβεβαιώνεις | διαβεβαίωνε |
3s | διαβεβαιώνει | διαβεβαίωνε | θα διαβεβαιώνει | να διαβεβαιώνει | |
1p | διαβεβαιώνουμε, διαβεβαιώνομε | διαβεβαιώναμε | θα διαβεβαιώνουμε, διαβεβαιώνομε | να διαβεβαιώνουμε, διαβεβαιώνομε | |
2p | διαβεβαιώνετε | διαβεβαιώνατε | θα διαβεβαιώνετε | να διαβεβαιώνετε | διαβεβαιώνετε |
3p | διαβεβαιώνουν, διαβεβαιώνουνε | διαβεβαίωναν, διαβεβαιώναν, διαβεβαιώνανε | θα διαβεβαιώνουν, διαβεβαιώνουνε | να διαβεβαιώνουν, διαβεβαιώνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαβεβαιώσω | διαβεβαίωσα | θα διαβεβαιώσω | να διαβεβαιώσω | |
2s | διαβεβαιώσεις | διαβεβαίωσες | θα διαβεβαιώσεις | να διαβεβαιώσεις | διαβεβαίωσε |
3s | διαβεβαιώσει | διαβεβαίωσε | θα διαβεβαιώσει | να διαβεβαιώσει | |
1p | διαβεβαιώσουμε, διαβεβαιώσομε | διαβεβαιώσαμε | θα διαβεβαιώσουμε, διαβεβαιώσομε | να διαβεβαιώσουμε, διαβεβαιώσομε | |
2p | διαβεβαιώσετε | διαβεβαιώσατε | θα διαβεβαιώσετε | να διαβεβαιώσετε | διαβεβαιώστε |
3p | διαβεβαιώσουν, διαβεβαιώσουνε | διαβεβαίωσαν, διαβεβαιώσαν, διαβεβαιώσανε | θα διαβεβαιώσουν, διαβεβαιώσουνε | να διαβεβαιώσουν, διαβεβαιώσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διαβεβαιώσει | είχα διαβεβαιώσει | θα έχω διαβεβαιώσει | να έχω διαβεβαιώσει | |
2s | έχεις διαβεβαιώσει | είχες διαβεβαιώσει | θα έχεις διαβεβαιώσει | να έχεις διαβεβαιώσει | |
3s | έχει διαβεβαιώσει | είχε διαβεβαιώσει | θα έχει διαβεβαιώσει | να έχει διαβεβαιώσει | |
1p | έχουμε διαβεβαιώσει | είχαμε διαβεβαιώσει | θα έχουμε διαβεβαιώσει | να έχουμε διαβεβαιώσει | |
2p | έχετε διαβεβαιώσει | είχατε διαβεβαιώσει | θα έχετε διαβεβαιώσει | να έχετε διαβεβαιώσει | |
3p | έχουν διαβεβαιώσει | είχαν διαβεβαιώσει | θα έχουν διαβεβαιώσει | να έχουν διαβεβαιώσει | |
Participle: | διαβεβαιώνοντας | Non-finite ‡ | διαβεβαιώσει | 13, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.