διαιτολόγιο
Greek
Noun
διαιτολόγιο • (diaitológio) n (plural διαιτολόγια)
Declension
declension of διαιτολόγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαιτολόγιο • | διαιτολόγια • |
genitive | διαιτολογίου • | διαιτολογίων • |
accusative | διαιτολόγιο • | διαιτολόγια • |
vocative | διαιτολόγιο • | διαιτολόγια • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.