διακόπτω
Greek
Verb
διακόπτω • (diakópto) (simple past διέκοψα, passive διακόπτομαι)
Conjugation
διακόπτω διακόπτομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διακόπτω | διακόψω | διακόπτομαι | διακοπώ |
2 sg | διακόπτεις | διακόψεις | διακόπτεσαι | διακοπείς |
3 sg | διακόπτει | διακόψει | διακόπτεται | διακοπεί |
1 pl | διακόπτουμε, [‑ομε] | διακόψουμε, [‑ομε] | διακοπτόμαστε | διακοπούμε |
2 pl | διακόπτετε | διακόψετε | διακόπτεστε, διακοπτόσαστε | διακοπείτε |
3 pl | διακόπτουν(ε) | διακόψουν(ε) | διακόπτονται | διακοπούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διέκοπτα | διέκοψα | διακοπτόμουν(α) | διακόπηκα |
2 sg | διέκοπτες | διέκοψες | διακοπτόσουν(α) | διακόπηκες |
3 sg | διέκοπτε | διέκοψε | διακοπτόταν(ε) | διακόπηκε |
1 pl | διακόπταμε | διακόψαμε | διακοπτόμασταν, (‑όμαστε) | διακοπήκαμε |
2 pl | διακόπτατε | διακόψατε | διακοπτόσασταν, (‑όσαστε) | διακοπήκατε |
3 pl | διέκοπταν, διακόπταν(ε) | διέκοψαν, διακόψαν(ε) | διακόπτονταν, (διακοπτόντουσαν) | διακόπηκαν, διακοπήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διακόπτω ➤ | θα διακόψω ➤ | θα διακόπτομαι ➤ | θα διακοπώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διακόπτεις, … | θα διακόψεις, … | θα διακόπτεσαι, … | θα διακοπείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διακόψει έχω, έχεις, … διακεκομμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διακοπεί είμαι, είσαι, … διακεκομμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διακόψει είχα, είχες, … διακεκομμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διακοπεί ήμουν, ήσουν, … διακεκομμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διακόψει θα έχω, θα έχεις, … διακεκομμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διακοπεί θα είμαι, θα είσαι, … διακεκομμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | διάκοπτε | διάκοψε | — | διακόψου |
2 pl | διακόπτετε | διακόψτε | διακόπτεστε | διακοπείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διακόπτοντας ➤ | διακοπτόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διακόψει ➤ | διακεκομμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διακόψει | διακοπεί | ||
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.