διανέμω
Greek
Verb
διανέμω • (dianémo) (simple past διένειμα, passive διανέμομαι)
- (transitive) distribute, hand out, share out
- (transitive) deliver mail
Conjugation
διανέμω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διανέμω | διένεμα | θα διανέμω | να διανέμω | |
2s | διανέμεις | διένεμες | θα διανέμεις | να διανέμεις | διάνεμε |
3s | διανέμει | διένεμε | θα διανέμει | να διανέμει | |
1p | διανέμουμε, διανέμομε | διανέμαμε | θα διανέμουμε, διανέμομε | να διανέμουμε, διανέμομε | |
2p | διανέμετε | διανέματε | θα διανέμετε | να διανέμετε | διανέμετε |
3p | διανέμουν, διανέμουνε | διένεμαν, διανέμαν, διανέμανε | θα διανέμουν, διανέμουνε | να διανέμουν, διανέμουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διανείμω | διένειμα | θα διανείμω | να διανείμω | |
2s | διανείμεις | διένειμες | θα διανείμεις | να διανείμεις | διάνειμε |
3s | διανείμει | διένειμε | θα διανείμει | να διανείμει | |
1p | διανείμουμε, διανείμομε | διανείμαμε | θα διανείμουμε, διανείμομε | να διανείμουμε, διανείμομε | |
2p | διανείμετε | διανείματε | θα διανείμετε | να διανείμετε | διανείμετε |
3p | διανείμουν, διανείμουνε | διένειμαν, διανείμαν, διανείμανε | θα διανείμουν, διανείμουνε | να διανείμουν, διανείμουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διανείμει | είχα διανείμει | θα έχω διανείμει | να έχω διανείμει | |
2s | έχεις διανείμει | είχες διανείμει | θα έχεις διανείμει | να έχεις διανείμει | έχε διανεμημένο |
3s | έχει διανείμει | είχε διανείμει | θα έχει διανείμει | να έχει διανείμει | |
1p | έχουμε διανείμει | είχαμε διανείμει | θα έχουμε διανείμει | να έχουμε διανείμει | |
2p | έχετε διανείμει | είχατε διανείμει | θα έχετε διανείμει | να έχετε διανείμει | έχετε διανεμημένο |
3p | έχουν διανείμει | είχαν διανείμει | θα έχουν διανείμει | να έχουν διανείμει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διανεμημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διανεμημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διανεμημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διανεμημένο | ||||
Participle: | διανέμοντας | Non-finite ‡ | διανείμει | 125, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Synonyms
- αναδιανέμω (anadianémo, “to distribute, to redistribute”)
Related terms
- αδιανέμητος (adianémitos, “undistributed”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.