διαφωνώ
Greek
Verb
διαφωνώ • (diafonó) (simple past διαφώνησα, passive —)
- disagree
- Διαφωνήσαμε σ'αυτό. ― Diafonísame s'aftó. ― We disagreed about it.
Conjugation
διαφωνώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαφωνώ | διαφωνούσα | θα διαφωνώ | να διαφωνώ | |
2s | διαφωνείς | διαφωνούσες | θα διαφωνείς | να διαφωνείς | — |
3s | διαφωνεί | διαφωνούσε | θα διαφωνεί | να διαφωνεί | |
1p | διαφωνούμε | διαφωνούσαμε | θα διαφωνούμε | να διαφωνούμε | |
2p | διαφωνείτε | διαφωνούσατε | θα διαφωνείτε | να διαφωνείτε | διαφωνείτε |
3p | διαφωνούν, διαφωνούνε | διαφωνούσαν, διαφωνούσανε | θα διαφωνούν, θα διαφωνούνε | να διαφωνούν, να διαφωνούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαφωνήσω | διαφώνησα | θα διαφωνήσω | να διαφωνήσω | |
2s | διαφωνήσεις | διαφώνησες | θα διαφωνήσεις | να διαφωνήσεις | διαφώνησε |
3s | διαφωνήσει | διαφώνησε | θα διαφωνήσει | να διαφωνήσει | |
1p | διαφωνήσουμε, διαφωνήσομε | διαφωνήσαμε | θα διαφωνήσουμε, θα διαφωνήσομε | να διαφωνήσουμε, να διαφωνήσομε | |
2p | διαφωνήσετε | διαφωνήσατε | θα διαφωνήσετε | να διαφωνήσετε | διαφωνήστε, διαφωνήσετε |
3p | διαφωνήσουν, διαφωνήσουνε | διαφώνησαν, διαφωνήσαν, διαφωνήσανε | θα διαφωνήσουν, θα διαφωνήσουνε | να διαφωνήσουν, να διαφωνήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διαφωνήσει | είχα διαφωνήσει | θα έχω διαφωνήσει | να έχω διαφωνήσει | |
2s | έχεις διαφωνήσει | είχες διαφωνήσει | θα έχεις διαφωνήσει | να έχεις διαφωνήσει | |
3s | έχει διαφωνήσει | είχε διαφωνήσει | θα έχει διαφωνήσει | να έχει διαφωνήσει | |
1p | έχουμε διαφωνήσει | είχαμε διαφωνήσει | θα έχουμε διαφωνήσει | να έχουμε διαφωνήσει | |
2p | έχετε διαφωνήσει | είχατε διαφωνήσει | θα έχετε διαφωνήσει | να έχετε διαφωνήσει | |
3p | έχουν διαφωνήσει | είχαν διαφωνήσει | θα έχουν διαφωνήσει | να έχουν διαφωνήσει | |
Participle: | διαφωνώντας | Non-finite ‡ | διαφωνήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.