διοργανώνω
Greek
Verb
διοργανώνω • (diorganóno) (simple past διοργάνωσα, passive διοργανώνομαι)
Conjugation
διοργανώνω διοργανώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | διοργανώνω | διοργανώσω | διοργανώνομαι | διοργανωθώ |
2 sg | διοργανώνεις | διοργανώσεις | διοργανώνεσαι | διοργανωθείς |
3 sg | διοργανώνει | διοργανώσει | διοργανώνεται | διοργανωθεί |
1 pl | διοργανώνουμε, [‑ομε] | διοργανώσουμε, [‑ομε] | διοργανωνόμαστε | διοργανωθούμε |
2 pl | διοργανώνετε | διοργανώσετε | διοργανώνεστε, διοργανωνόσαστε | διοργανωθείτε |
3 pl | διοργανώνουν(ε) | διοργανώσουν(ε) | διοργανώνονται | διοργανωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | διοργάνωνα | διοργάνωσα | διοργανωνόμουν(α) | διοργανώθηκα |
2 sg | διοργάνωνες | διοργάνωσες | διοργανωνόσουν(α) | διοργανώθηκες |
3 sg | διοργάνωνε | διοργάνωσε | διοργανωνόταν(ε) | διοργανώθηκε |
1 pl | διοργανώναμε | διοργανώσαμε | διοργανωνόμασταν, (‑όμαστε) | διοργανωθήκαμε |
2 pl | διοργανώνατε | διοργανώσατε | διοργανωνόσασταν, (‑όσαστε) | διοργανωθήκατε |
3 pl | διοργάνωναν, διοργανώναν(ε) | διοργάνωσαν, διοργανώσαν(ε) | διοργανώνονταν, (διοργανωνόντουσαν) | διοργανώθηκαν, διοργανωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα διοργανώνω ➤ | θα διοργανώσω ➤ | θα διοργανώνομαι ➤ | θα διοργανωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διοργανώνεις, … | θα διοργανώσεις, … | θα διοργανώνεσαι, … | θα διοργανωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διοργανώσει έχω, έχεις, … διοργανωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διοργανωθεί είμαι, είσαι, … διοργανωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διοργανώσει είχα, είχες, … διοργανωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διοργανωθεί ήμουν, ήσουν, … διοργανωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διοργανώσει θα έχω, θα έχεις, … διοργανωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διοργανωθεί θα είμαι, θα είσαι, … διοργανωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | διοργάνωνε | διοργάνωσε | — | διοργανώσου |
2 pl | διοργανώνετε | διοργανώστε | — | διοργανωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | διοργανώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας διοργανώσει ➤ | διοργανωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | διοργανώσει | διοργανωθεί | ||
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.