δοκιμάζω
Greek
Verb
δοκιμάζω • (dokimázo) (simple past δοκίμασα, passive δοκιμάζομαι)
Conjugation
δοκιμάζω δοκιμάζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | δοκιμάζω | δοκιμάσω | δοκιμάζομαι | δοκιμαστώ |
2 sg | δοκιμάζεις | δοκιμάσεις | δοκιμάζεσαι | δοκιμαστείς |
3 sg | δοκιμάζει | δοκιμάσει | δοκιμάζεται | δοκιμαστεί |
1 pl | δοκιμάζουμε, [‑ομε] | δοκιμάσουμε, [‑ομε] | δοκιμαζόμαστε | δοκιμαστούμε |
2 pl | δοκιμάζετε | δοκιμάσετε | δοκιμάζεστε, δοκιμαζόσαστε | δοκιμαστείτε |
3 pl | δοκιμάζουν(ε) | δοκιμάσουν(ε) | δοκιμάζονται | δοκιμαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | δοκίμαζα | δοκίμασα | δοκιμαζόμουν(α) | δοκιμάστηκα |
2 sg | δοκίμαζες | δοκίμασες | δοκιμαζόσουν(α) | δοκιμάστηκες |
3 sg | δοκίμαζε | δοκίμασε | δοκιμαζόταν(ε) | δοκιμάστηκε |
1 pl | δοκιμάζαμε | δοκιμάσαμε | δοκιμαζόμασταν, (‑όμαστε) | δοκιμαστήκαμε |
2 pl | δοκιμάζατε | δοκιμάσατε | δοκιμαζόσασταν, (‑όσαστε) | δοκιμαστήκατε |
3 pl | δοκίμαζαν, δοκιμάζαν(ε) | δοκίμασαν, δοκιμάσαν(ε) | δοκιμάζονταν, (δοκιμαζόντουσαν) | δοκιμάστηκαν, δοκιμαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα δοκιμάζω ➤ | θα δοκιμάσω ➤ | θα δοκιμάζομαι ➤ | θα δοκιμαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα δοκιμάζεις, … | θα δοκιμάσεις, … | θα δοκιμάζεσαι, … | θα δοκιμαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … δοκιμάσει έχω, έχεις, … δοκιμασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … δοκιμαστεί είμαι, είσαι, … δοκιμασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … δοκιμάσει είχα, είχες, … δοκιμασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … δοκιμαστεί ήμουν, ήσουν, … δοκιμασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … δοκιμάσει θα έχω, θα έχεις, … δοκιμασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … δοκιμαστεί θα είμαι, θα είσαι, … δοκιμασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | δοκίμαζε | δοκίμασε | — | δοκιμάσου |
2 pl | δοκιμάζετε | δοκιμάστε | δοκιμάζεστε | δοκιμαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | δοκιμάζοντας ➤ | δοκιμαζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας δοκιμάσει ➤ | δοκιμασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | δοκιμάσει | δοκιμαστεί | ||
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αποδοκιμάζω (apodokimázo, “to condemn”)
- επιδοκιμάζω (epidokimázo, “to approve”)
- and see: δοκιμή f (dokimí, “trial, test”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.