δωρίζω
Greek
Conjugation
δωρίζω δωρίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | δωρίζω | δωρίσω | δωρίζομαι | δωριστώ |
2 sg | δωρίζεις | δωρίσεις | δωρίζεσαι | δωριστείς |
3 sg | δωρίζει | δωρίσει | δωρίζεται | δωριστεί |
1 pl | δωρίζουμε, [‑ομε] | δωρίσουμε, [‑ομε] | δωριζόμαστε | δωριστούμε |
2 pl | δωρίζετε | δωρίσετε | δωρίζεστε, δωριζόσαστε | δωριστείτε |
3 pl | δωρίζουν(ε) | δωρίσουν(ε) | δωρίζονται | δωριστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | δώριζα | δώρισα | δωριζόμουν(α) | δωρίστηκα |
2 sg | δώριζες | δώρισες | δωριζόσουν(α) | δωρίστηκες |
3 sg | δώριζε | δώρισε | δωριζόταν(ε) | δωρίστηκε |
1 pl | δωρίζαμε | δωρίσαμε | δωριζόμασταν, (‑όμαστε) | δωριστήκαμε |
2 pl | δωρίζατε | δωρίσατε | δωριζόσασταν, (‑όσαστε) | δωριστήκατε |
3 pl | δώριζαν, δωρίζαν(ε) | δώρισαν, δωρίσαν(ε) | δωρίζονταν, (δωριζόντουσαν) | δωρίστηκαν, δωριστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα δωρίζω ➤ | θα δωρίσω ➤ | θα δωρίζομαι ➤ | θα δωριστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα δωρίζεις, … | θα δωρίσεις, … | θα δωρίζεσαι, … | θα δωριστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … δωρίσει έχω, έχεις, … δωρισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … δωριστεί είμαι, είσαι, … δωρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … δωρίσει είχα, είχες, … δωρισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … δωριστεί ήμουν, ήσουν, … δωρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … δωρίσει θα έχω, θα έχεις, … δωρισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … δωριστεί θα είμαι, θα είσαι, … δωρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | δώριζε | δώρισε | — | δωρίσου |
2 pl | δωρίζετε | δωρίστε | δωρίζεστε | δωριστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | δωρίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας δωρίσει ➤ | δωρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | δωρίσει | δωριστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.