εγκαθιστώ
Greek
Verb
εγκαθιστώ • (egkathistó) (simple past εγκατέστησα, passive εγκαθίσταμαι)
Conjugation
εγκαθιστώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | εγκαθιστώ | εγκαθιστούσα | θα εγκαθιστώ | να εγκαθιστώ | |
2s | εγκαθιστάς | εγκαθιστούσες | θα εγκαθιστάς | να εγκαθιστάς | — |
3s | εγκαθιστά | εγκαθιστούσε | θα εγκαθιστά | να εγκαθιστά | |
1p | εγκαθιστούμε | εγκαθιστούσαμε | θα εγκαθιστούμε | να εγκαθιστούμε | |
2p | εγκαθιστάτε | εγκαθιστούσατε | θα εγκαθιστάτε | να εγκαθιστάτε | εγκαθιστάτε |
3p | εγκαθιστούν, εγκαθιστούνε | εγκαθιστούσαν, εγκαθιστούσανε | θα εγκαθιστούν, θα εγκαθιστούνε | να εγκαθιστούν, να εγκαθιστούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | εγκαταστήσω | εγκατέστησα | θα εγκαταστήσω | να εγκαταστήσω | |
2s | εγκαταστήσεις | εγκατέστησες | θα εγκαταστήσεις | να εγκαταστήσεις | — |
3s | εγκαταστήσει | εγκατέστησε | θα εγκαταστήσει | να εγκαταστήσει | |
1p | εγκαταστήσουμε, εγκαταστήσομε | εγκαταστήσαμε | θα εγκαταστήσουμε, θα εγκαταστήσομε | να εγκαταστήσουμε, να εγκαταστήσομε | |
2p | εγκαταστήσετε | εγκαταστήσατε | θα εγκαταστήσετε | να εγκαταστήσετε | εγκαθιστήστε, εγκαθιστήσετε |
3p | εγκαταστήσουν, εγκαταστήσουνε | εγκατέστησαν, εγκαταστήσανε, εγκαταστήσαν | θα εγκαταστήσουν, θα εγκαταστήσουνε | να εγκαταστήσουν, να εγκαταστήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω εγκαθιστήσει | είχα εγκαθιστήσει | θα έχω εγκαθιστήσει | να έχω εγκαθιστήσει | |
2s | έχεις εγκαθιστήσει | είχες εγκαθιστήσει | θα έχεις εγκαθιστήσει | να έχεις εγκαθιστήσει | |
3s | έχει εγκαθιστήσει | είχε εγκαθιστήσει | θα έχει εγκαθιστήσει | να έχει εγκαθιστήσει | |
1p | έχουμε εγκαθιστήσει | είχαμε εγκαθιστήσει | θα έχουμε εγκαθιστήσει | να έχουμε εγκαθιστήσει | |
2p | έχετε εγκαθιστήσει | είχατε εγκαθιστήσει | θα έχετε εγκαθιστήσει | να έχετε εγκαθιστήσει | |
3p | έχουν εγκαθιστήσει | είχαν εγκαθιστήσει | θα έχουν εγκαθιστήσει | να έχουν εγκαθιστήσει | |
Participle: | εγκαθιστώντας | Non-finite ‡ | εγκαθιστήσει | 158 ησ 2AB2/2AB2d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Related terms
- καθιστώ (kathistó, “to appoint”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.