ειλημμένος
Greek
Etymology
Formal Perfect participle of λαμβάνομαι (lamvánomai), passive voice of λαμβάνω. In the fashion of the Hellenistic Koine Greek εἰλημμένος (“who has been admitted”), participle of the ancient λαμβάνω. The spelling with ει of its passive perfect tense εἴλημμαι (“I have received”) comes from *σέ‑σληβ‑μαι. Τhe double <μμ>, from ληβ- + μ > λημμ.[1] Also, Semantic loan from French pris.[2]
Pronunciation
- IPA(key): /iliˈmenos/
- Hyphenation: ει‧λημ‧μέ‧νος
Participle
ειλημμένος • (eilimménos) m (feminine ειλημμένη, neuter ειλημμένο)
- (formal) taken (emphatically e.g. of decisions, commitments, obligations), undertaken
- Μην ελπίζεις σε αλλαγές. Οι αποφάσεις της Επιτροπής είναι ειλημμένες.
- Min elpízeis se allagés. Oi apofáseis tis Epitropís eínai eilimménes.
- Do not hope for changes. The Committee's decisions are taken [and final].
- In polytonic script: εἰλημμένος
Declension
declension of ειλημμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ειλημμένος | ειλημμένη | ειλημμένο | ειλημμένοι | ειλημμένες | ειλημμένα |
genitive | ειλημμένου | ειλημμένης | ειλημμένου | ειλημμένων | ειλημμένων | ειλημμένων |
accusative | ειλημμένο | ειλημμένη | ειλημμένο | ειλημμένους | ειλημμένες | ειλημμένα |
vocative | ειλημμένε | ειλημμένη | ειλημμένο | ειλημμένοι | ειλημμένες | ειλημμένα |
Synonyms
- παρμένος (parménos, “taken”, participle) (the equivalent demotic)
Related terms
- ανειλημμένος (aneilimménos, “undertaken”, participle)
- επανειλημμένος (epaneilimménos, “repeated”, participle)
- κατειλημμένος (kateilimménos, “taken, occupied”, participle)
- προκατειλημμένος (prokateilimménos, “prejudiced”, participle)
- and see λαμβάνω (lamváno, “receive”)
References
- Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας [Modern Greek Dictionary] (in Greek), 2nd edition, Athens: Lexicology Centre (Stem discussed at lemma ανειλημμένος).
- ειλημμένος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.