ενάρετος
See also: ἐνάρετος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἐνάρετος (enáretos). Surface analysis: εν- (en-) + αρετή (aretí) + -ος (-os).
Declension
declension of ενάρετος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενάρετος | ενάρετη | ενάρετο | ενάρετοι | ενάρετες | ενάρετα |
genitive | ενάρετου | ενάρετης | ενάρετου | ενάρετων | ενάρετων | ενάρετων |
accusative | ενάρετο | ενάρετη | ενάρετο | ενάρετους | ενάρετες | ενάρετα |
vocative | ενάρετε | ενάρετη | ενάρετο | ενάρετοι | ενάρετες | ενάρετα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ενάρετος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ενάρετος (o pio enáretos), etc.) |
Derived terms
- ενάρετος κύκλος m (enáretos kýklos, “virtuous circle”)
Further reading
- ενάρετος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.