ενορχηστρώνω
Greek
Etymology
εν- (en-) + ορχήστρα (orchístra, “orchestra”), calque of French orchestrer.
Pronunciation
- IPA(key): /enoɾçiˈstɾono/
- Hyphenation: εν‧ορ‧χη‧στρώ‧νω
Verb
ενορχηστρώνω • (enorchistróno) (simple past ενορχήστρωσα, passive ενορχηστρώνομαι)
- (music) orchestrate (arrange music for performance by an orchestra)
- Έγραψα το κομμάτι για πιάνο αλλά τώρα που θα δώσω συναυλία, πρέπει να το ενορχηστρώσω. ― Égrapsa to kommáti gia piáno allá tóra pou tha dóso synavlía, prépei na to enorchistróso. ― I wrote the piece for piano but now that I am giving a concert, I have to orchestrate it.
- (figuratively) orchestrate (control diverse elements)
- Ο ταγματάρχης ήταν υπεύθυνος για την ενορχήστρωση της επίθεσης. ― O tagmatárchis ítan ypéfthynos gia tin enorchístrosi tis epíthesis. ― The Major was responsible for the orchestration of the attack.
Conjugation
ενορχηστρώνω ενορχηστρώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ενορχηστρώνω | ενορχηστρώσω | ενορχηστρώνομαι | ενορχηστρωθώ |
2 sg | ενορχηστρώνεις | ενορχηστρώσεις | ενορχηστρώνεσαι | ενορχηστρωθείς |
3 sg | ενορχηστρώνει | ενορχηστρώσει | ενορχηστρώνεται | ενορχηστρωθεί |
1 pl | ενορχηστρώνουμε, [‑ομε] | ενορχηστρώσουμε, [‑ομε] | ενορχηστρωνόμαστε | ενορχηστρωθούμε |
2 pl | ενορχηστρώνετε | ενορχηστρώσετε | ενορχηστρώνεστε, ενορχηστρωνόσαστε | ενορχηστρωθείτε |
3 pl | ενορχηστρώνουν(ε) | ενορχηστρώσουν(ε) | ενορχηστρώνονται | ενορχηστρωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ενορχήστρωνα | ενορχήστρωσα | ενορχηστρωνόμουν(α) | ενορχηστρώθηκα |
2 sg | ενορχήστρωνες | ενορχήστρωσες | ενορχηστρωνόσουν(α) | ενορχηστρώθηκες |
3 sg | ενορχήστρωνε | ενορχήστρωσε | ενορχηστρωνόταν(ε) | ενορχηστρώθηκε |
1 pl | ενορχηστρώναμε | ενορχηστρώσαμε | ενορχηστρωνόμασταν, (‑όμαστε) | ενορχηστρωθήκαμε |
2 pl | ενορχηστρώνατε | ενορχηστρώσατε | ενορχηστρωνόσασταν, (‑όσαστε) | ενορχηστρωθήκατε |
3 pl | ενορχήστρωναν, ενορχηστρώναν(ε) | ενορχήστρωσαν, ενορχηστρώσαν(ε) | ενορχηστρώνονταν, (ενορχηστρωνόντουσαν) | ενορχηστρώθηκαν, ενορχηστρωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ενορχηστρώνω ➤ | θα ενορχηστρώσω ➤ | θα ενορχηστρώνομαι ➤ | θα ενορχηστρωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ενορχηστρώνεις, … | θα ενορχηστρώσεις, … | θα ενορχηστρώνεσαι, … | θα ενορχηστρωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ενορχηστρώσει έχω, έχεις, … ενορχηστρωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ενορχηστρωθεί είμαι, είσαι, … ενορχηστρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ενορχηστρώσει είχα, είχες, … ενορχηστρωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ενορχηστρωθεί ήμουν, ήσουν, … ενορχηστρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ενορχηστρώσει θα έχω, θα έχεις, … ενορχηστρωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ενορχηστρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ενορχηστρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ενορχήστρωνε | ενορχήστρωσε | — | ενορχηστρώσου |
2 pl | ενορχηστρώνετε | ενορχηστρώστε | ενορχηστρώνεστε | ενορχηστρωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ενορχηστρώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ενορχηστρώσει ➤ | ενορχηστρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ενορχηστρώσει | ενορχηστρωθεί | ||
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- ενορχηστρωτής m (enorchistrotís, “orchestrator”)
- ενορχηστρώτρια f (enorchistrótria, “orchestrator”)
Related terms
- ενορχήστρωση f (enorchístrosi, “orchestration”)
- ορχήστρα f (orchístra, “orchestra”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.