επιδρώ
Greek
Verb
επιδρώ • (epidró) (simple past επέδρασα, passive —)
Conjugation
επιδρώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | επιδρώ | επιδρούσα | θα επιδρώ | να επιδρώ | |
2s | επιδράς | επιδρούσες | θα επιδράς | να επιδράς | — |
3s | επιδρά | επιδρούσε | θα επιδρά | να επιδρά | |
1p | επιδρούμε | επιδρούσαμε | θα επιδρούμε | να επιδρούμε | |
2p | επιδράτε | επιδρούσατε | θα επιδράτε | να επιδράτε | επιδράτε |
3p | επιδρούν, επιδρούνε | επιδρούσαν, επιδρούσανε | θα επιδρούν, θα επιδρούνε | να επιδρούν, να επιδρούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | επιδράσω | επέδρασα | θα επιδράσω | να επιδράσω | |
2s | επιδράσεις | επέδρασες | θα επιδράσεις | να επιδράσεις | επέδρασε |
3s | επιδράσει | επέδρασε | θα επιδράσει | να επιδράσει | |
1p | επιδράσουμε, επιδράσομε | επιδράσαμε | θα επιδράσουμε, θα επιδράσομε | να επιδράσουμε, να επιδράσομε | |
2p | επιδράσετε | επιδράσατε | θα επιδράσετε | να επιδράσετε | επιδράστε, επιδράσετε |
3p | επιδράσουν, επιδράσουνε | επέδρασαν, επιδράσανε, επιδράσαν | θα επιδράσουν, θα επιδράσουνε | να επιδράσουν, να επιδράσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω επιδράσει | είχα επιδράσει | θα έχω επιδράσει | να έχω επιδράσει | |
2s | έχεις επιδράσει | είχες επιδράσει | θα έχεις επιδράσει | να έχεις επιδράσει | |
3s | έχει επιδράσει | είχε επιδράσει | θα έχει επιδράσει | να έχει επιδράσει | |
1p | έχουμε επιδράσει | είχαμε επιδράσει | θα έχουμε επιδράσει | να έχουμε επιδράσει | |
2p | έχετε επιδράσει | είχατε επιδράσει | θα έχετε επιδράσει | να έχετε επιδράσει | |
3p | έχουν επιδράσει | είχαν επιδράσει | θα έχουν επιδράσει | να έχουν επιδράσει | |
Participle: | επιδρώντας | Non-finite ‡ | επιδράσει | 71 ασ 2AB2/2AB2d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.