επιχειρούμαι
Greek
Verb
επιχειρούμαι • (epicheiroúmai) passive (simple past επιχειρήθηκα, active επιχειρώ)
- passive form of επιχειρώ (epicheiró).
Conjugation
επιχειρούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | επιχειρούμαι | επιχειριόμουν, επιχειριόμουνα | θα επιχειρούμαι | να επιχειρούμαι | |
2s | επιχειρείσαι | επιχειριόσουν, επιχειριόσουνα | θα επιχειρείσαι | να επιχειρείσαι | — |
3s | επιχειρείται | επιχειριόταν, επιχειριότανε | θα επιχειρείται | να επιχειρείται | |
1p | επιχειρούμαστε, επιχειρόμαστε | επιχειριόμαστε, επιχειριόμασταν | θα επιχειρούμαστε | να επιχειρούμαστε | |
2p | επιχειρείστε, επιχειρόσαστε | επιχειριόσαστε, επιχειριόσασταν | θα επιχειρείστε | να επιχειρείστε | επιχειρείστε |
3p | επιχειρούνται | επιχειριόνταν, επιχειριούνταν, επιχειριόντουσαν, επιχειριόντανε | θα επιχειρούνται | να επιχειρούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | επιχειρηθώ | επιχειρήθηκα | θα επιχειρηθώ | να επιχειρηθώ | |
2s | επιχειρηθείς | επιχειρήθηκες | θα επιχειρηθείς | να επιχειρηθείς | επιχειρήσου |
3s | επιχειρηθεί | επιχειρήθηκε | θα επιχειρηθεί | να επιχειρηθεί | |
1p | επιχειρηθούμε | επιχειρηθήκαμε | θα επιχειρηθούμε | να επιχειρηθούμε | |
2p | επιχειρηθείτε | επιχειρηθήκατε | θα επιχειρηθείτε | να επιχειρηθείτε | επιχειρηθείτε |
3p | επιχειρηθούν, επιχειρηθούνε | επιχειρήθηκαν, επιχειρηθήκανε, επιχειρηθήκαν | θα επιχειρηθούν, θα επιχειρηθούνε | να επιχειρηθούν, να επιχειρηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω επιχειρηθεί | είχα επιχειρηθεί | θα έχω επιχειρηθεί | να έχω επιχειρηθεί | |
2s | έχεις επιχειρηθεί | είχες επιχειρηθεί | θα έχεις επιχειρηθεί | να έχεις επιχειρηθεί | |
3s | έχει επιχειρηθεί | είχε επιχειρηθεί | θα έχει επιχειρηθεί | να έχει επιχειρηθεί | |
1p | έχουμε επιχειρηθεί | είχαμε επιχειρηθεί | θα έχουμε επιχειρηθεί | να έχουμε επιχειρηθεί | |
2p | έχετε επιχειρηθεί | είχατε επιχειρηθεί | θα έχετε επιχειρηθεί | να έχετε επιχειρηθεί | |
3p | έχουν επιχειρηθεί | είχαν επιχειρηθεί | θα έχουν επιχειρηθεί | να έχουν επιχειρηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | επιχειρηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.