ερωτεύομαι
Greek
Etymology
From Medieval Byzantine Greek ἐρωτεύομαι, from also Medieval ἔρωτ(ας) (érōt(as)) + -εύω/-εύομαι (“suffix forming verbs”). ἐρωτ- from the accusative τὸν ἔρωτᾰ of the ancient noun ὁ ἔρως (érōs).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /e.roˈte.vo.me/
- Hyphenation: ε‧ρω‧τεύ‧ο‧μαι
Conjugation
ερωτεύομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | ερωτεύομαι | θα ερωτεύομαι | ερωτευόμουν, ερωτευόμουνα |
2nd person | ερωτεύεσαι | θα ερωτεύεσαι | ερωτευόσουν, ερωτευόσουνα | |
3rd person | ερωτεύεται | θα ερωτεύεται | ερωτευόταν, ερωτευότανε | |
1st person | pl | ερωτευόμαστε | θα ερωτευόμαστε | ερωτευόμασταν, ερωτευόμαστε2 |
2nd person | ερωτεύεστε, ερωτευόσαστε1 | θα ερωτεύεστε, ερωτευόσαστε1 | ερωτευόσασταν, ερωτευόσαστε2 | |
3rd person | ερωτεύονται | θα ερωτεύονται | ερωτεύονταν, ερωτευόντανε, ερωτευόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | ερωτευτώ, ερωτευθώ | θα ερωτευτώ, θα ερωτευθώ | ερωτεύτηκα, ερωτεύθηκα |
2nd person | ερωτευτείς, ερωτευθείς | θα ερωτευτείς, ερωτευθείς | ερωτεύτηκες, ερωτεύθηκες | |
3rd person | ερωτευτεί, ερωτευθεί | θα ερωτευτεί, ερωτευθεί | ερωτεύτηκε, ερωτεύθηκε | |
1st person | pl | ερωτευτούμε, ερωτευθούμε | θα ερωτευτούμε, ερωτευθούμε | ερωτευτήκαμε, ερωτευθήκαμε |
2nd person | ερωτευτείτε, ερωτευθείτε | θα ερωτευτείτε, ερωτευθείτε | ερωτευτήκατε, ερωτευθήκατε | |
3rd person | ερωτευτούν, ερωτευθούν, ερωτευτούνε, ερωτευθούνε | θα ερωτευτούν, θα ερωτευθούν, θα ερωτευτούνε, θα ερωτευθούνε | ερωτεύτηκαν, ερωτεύθηκαν, ερωτευτήκανε, ερωτευθήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | ερωτεύσου | |
2nd person | pl | —3 | ερωτευτείτε, ερωτευθείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω ερωτευτεί, έχεις ερωτευτεί έχει ερωτευτεί, …; έχω ερωτευθεί, έχεις ερωτευθεί έχει ερωτευθεί, … | |||
Future perfect | θα έχω ερωτευτεί, θα έχεις ερωτευτεί, θα έχει ερωτευτεί, …; θα έχω ερωτευθεί, θα έχεις ερωτευθεί, θα έχει ερωτευθεί, … | |||
Past perfect | είχα ερωτευτεί, είχες ερωτευτεί, είχε ερωτευτεί, … ; είχα ερωτευθεί, είχες ερωτευθεί, είχε ερωτευθεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existence of these forms is doubtful | ||||
Derived terms
- ερωτευμένος (erotevménos, participle)
References
- ερωτεύομαι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.