θεωρώ
Greek
Etymology
From Ancient Greek θεωρῶ (theōrô). Doublet of θωρώ (thoró).
- For sense “validate a document”, semantic loan from French viser (“issue with a visa”).
- For sense “examine a text”, semantic loan from French réviser (“revise, review”).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /θe.o.ˈro/
- Hyphenation: θε‧ω‧ρώ
Verb
θεωρώ • (theoró) (simple past θεώρησα, passive θεωρούμαι)
Conjugation
θεωρώ, θεωρούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | θεωρώ | θεωρήσω | θεωρούμαι | θεωρηθώ |
2 sg | θεωρείς | θεωρήσεις | θεωρείσαι | θεωρηθείς |
3 sg | θεωρεί | θεωρήσει | θεωρείται | θεωρηθεί |
1 pl | θεωρούμε | θεωρήσουμε, [-ομε] | θεωρούμαστε, {θεωρούμεθα} | θεωρηθούμε |
2 pl | θεωρείτε | θεωρήσετε | θεωρείστε, {θεωρείσθε} | θεωρηθείτε |
3 pl | θεωρούν(ε) | θεωρήσουν(ε) | θεωρούνται | θεωρηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | θεωρούσα | θεώρησα | [θεωρούμουν]1 | θεωρήθηκα |
2 sg | θεωρούσες | θεώρησες | [θεωρούσουν]1 | θεωρήθηκες |
3 sg | θεωρούσε | θεώρησε | θεωρούνταν, {(ε)θεωρείτο} | θεωρήθηκε |
1 pl | θεωρούσαμε | θεωρήσαμε | θεωρούμασταν, (‑ούμαστε) | θεωρηθήκαμε |
2 pl | θεωρούσατε | θεωρήσατε | [θεωρούσασταν, (‑ούσαστε)] | θεωρηθήκατε |
3 pl | θεωρούσαν(ε) | θεώρησαν, θεωρήσαν(ε) | θεωρούνταν, {(ε)θεωρούντο} | θεωρήθηκαν, θεωρηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα θεωρώ ➤ | θα θεωρήσω ➤ | θα θεωρούμαι ➤ | θα θεωρηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα θεωρείς, … | θα θεωρήσεις, … | θα θεωρείσαι, … | θα θεωρηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … θεωρήσει έχω, έχεις, … θεωρημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … θεωρηθεί είμαι, είσαι, … θεωρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … θεωρήσει είχα, είχες, … θεωρημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … θεωρηθεί ήμουν, ήσουν, … θεωρημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … θεωρήσει θα έχω, θα έχεις, … θεωρημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … θεωρηθεί θα είμαι, θα είσαι, … θεωρημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | θεώρησε | — | θεωρήσου |
2 pl | θεωρείτε | θεωρήστε | θεωρείστε, {θεωρείσθε} | θεωρηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | θεωρώντας ➤ | θεωρούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας θεωρήσει ➤ | θεωρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | θεωρήσει | θεωρηθεί | ||
Notes | 1. Colloquial forms ending in -(α) are rarely used for learned verbs. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
Participles
- θεωρημένος (theoriménos) θεωρημένη θεωρημένο
- θεωρούμενος (theoroúmenos) θεωρούμενη θεωρούμενο
Learned archaic participles:
Related terms
- θεωρείο n (theoreío, “box, loge”)
- θεώρημα n (theórima, “theorem”)
- θεώρηση f (theórisi, “point of view, validation of documents”)
- θεωρητικός (theoritikós, “theoretical”)
- θεωρητικολογώ (theoritikologó, “theorize”)
- θεωρία f (theoría, “theory”)
- θεωρικά n pl (theoriká)
- θωριά f (thoriá, “appearance”) (folksy)
- θωρώ (thoró, “I look”) (folksy)
References
- θεωρώ in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.