θρηνούμαι
Greek
Verb
θρηνούμαι • (thrinoúmai) passive (simple past θρηνήθηκα, active θρηνώ)
- passive form of θρηνώ (thrinó).
Conjugation
θρηνούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | θρηνούμαι | θρηνιόμουν, θρηνιόμουνα | θα θρηνούμαι | να θρηνούμαι | |
2s | θρηνείσαι | θρηνιόσουν, θρηνιόσουνα | θα θρηνείσαι | να θρηνείσαι | — |
3s | θρηνείται | θρηνιόταν, θρηνιότανε | θα θρηνείται | να θρηνείται | |
1p | θρηνούμαστε, θρηνόμαστε | θρηνιόμαστε, θρηνιόμασταν | θα θρηνούμαστε | να θρηνούμαστε | |
2p | θρηνείστε, θρηνόσαστε | θρηνιόσαστε, θρηνιόσασταν | θα θρηνείστε | να θρηνείστε | θρηνείστε |
3p | θρηνούνται | θρηνιόνταν, θρηνιούνταν, θρηνιόντουσαν, θρηνιόντανε | θα θρηνούνται | να θρηνούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | θρηνηθώ | θρηνήθηκα | θα θρηνηθώ | να θρηνηθώ | |
2s | θρηνηθείς | θρηνήθηκες | θα θρηνηθείς | να θρηνηθείς | θρηνήσου |
3s | θρηνηθεί | θρηνήθηκε | θα θρηνηθεί | να θρηνηθεί | |
1p | θρηνηθούμε | θρηνηθήκαμε | θα θρηνηθούμε | να θρηνηθούμε | |
2p | θρηνηθείτε | θρηνηθήκατε | θα θρηνηθείτε | να θρηνηθείτε | θρηνηθείτε |
3p | θρηνηθούν, θρηνηθούνε | θρηνήθηκαν, θρηνηθήκανε, θρηνηθήκαν | θα θρηνηθούν, θα θρηνηθούνε | να θρηνηθούν, να θρηνηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω θρηνηθεί | είχα θρηνηθεί | θα έχω θρηνηθεί | να έχω θρηνηθεί | |
2s | έχεις θρηνηθεί | είχες θρηνηθεί | θα έχεις θρηνηθεί | να έχεις θρηνηθεί | |
3s | έχει θρηνηθεί | είχε θρηνηθεί | θα έχει θρηνηθεί | να έχει θρηνηθεί | |
1p | έχουμε θρηνηθεί | είχαμε θρηνηθεί | θα έχουμε θρηνηθεί | να έχουμε θρηνηθεί | |
2p | έχετε θρηνηθεί | είχατε θρηνηθεί | θα έχετε θρηνηθεί | να έχετε θρηνηθεί | |
3p | έχουν θρηνηθεί | είχαν θρηνηθεί | θα έχουν θρηνηθεί | να έχουν θρηνηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | θρηνηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.