λείπω

Ancient Greek

Etymology

From Proto-Indo-European *leykʷ-. Cognates include Sanskrit रिणक्ति (riṇakti), Latin linquō, Old Armenian լքանեմ (lkʿanem), Proto-Germanic *līhwaną (to lend), Old Church Slavonic отлѣкъ (otlěkŭ, remains), Lithuanian ãt-laikas (remains), likti (to stay).

Pronunciation

 

Verb

λείπω (leípō)

  1. I leave
  2. I leave alone, release
  3. (passive) I am left, remain, survive
  4. (intransitive) I leave, depart, disappear
  5. I desert, fail
  6. I lack, fall short, fail

Inflection

Not listed in these tables is an extremely rare first person dual form: λελείμμεθον (leleímmethon), in Sophocles, Electra 950. Only a small handful of first-person dual forms are attested in the entire Ancient Greek corpus.

Derived terms

  • ἀμφιλείπω (amphileípō)
  • ἀπολείπω (apoleípō)
  • διαλείπω (dialeípō)
  • ἐκλείπω (ekleípō)
  • ἐλλείπω (elleípō)
  • ἐπιλείπω (epileípō)
  • καταλείπω (kataleípō)
  • λιπóπτολις (lipóptolis)
  • λιπάδελφος (lipádelphos)
  • λιπαλγής (lipalgḗs)
  • λιπανδρέω (lipandréō)
  • λιπανδρία (lipandría)
  • λιπανθρωπία (lipanthrōpía)
  • λιπαυγής (lipaugḗs)
  • λιπαυρέω (lipauréō)
  • λιπόβιος (lipóbios)
  • λιποβλέφαρος (lipoblépharos)
  • λιποβοτανέω (lipobotanéō)
  • λιπογάλακτος (lipogálaktos)
  • λιπόγαμος (lipógamos)
  • λιπόγεως (lipógeōs)
  • λιπόγληνος (lipóglēnos)
  • λιπόγλωσσος (lipóglōssos)
  • λιπογνώμων (lipognṓmōn)
  • λιπογράμματος (lipográmmatos)
  • λιπόγυιος (lipóguios)
  • λιποδεής (lipodeḗs)
  • λιπόδερμος (lipódermos)
  • λιποδρανέω (lipodranéō)
  • λιποζύγος (lipozúgos)
  • λιπόθηλος (lipóthēlos)
  • λιπόθριξ (lipóthrix)
  • λιπόθροος (lipóthroos)
  • λιπόκεντρος (lipókentros)
  • λιπόκρεως (lipókreōs)
  • λιποκτέανος (lipoktéanos)
  • λιπόκωπος (lipókōpos)
  • λιπόμαστος (lipómastos)
  • λιπομήτωρ (lipomḗtōr)
  • λιπομορία (lipomoría)
  • λιπόναυς (lipónaus)
  • λιποναύτης (liponaútēs)
  • λιπόνεως (lipóneōs)
  • λιπόξυλος (lipóxulos)
  • λιπόπαις (lipópais)
  • λιπόπατρις (lipópatris)
  • λιποπάτωρ (lipopátōr)
  • λιποπνόη (lipopnóē)
  • λιπόπνοος (lipópnoos)
  • λιποπτόλεμος (lipoptólemos)
  • λιποπωγωνία (lipopōgōnía)
  • λιπόρρινος (lipórrhinos)
  • λιπόσαρξ (lipósarx)
  • λιποσθενής (liposthenḗs)
  • λιποσιτέω (lipositéō)
  • λιπόσκιος (lipóskios)
  • λιποστέφανος (lipostéphanos)
  • λιποστρατέω (lipostratéō)
  • λιποτάκτης (lipotáktēs)
  • λιπότεκνος (lipóteknos)
  • λιποτελέω (lipoteléō)
  • λιποτονέω (lipotonéō)
  • λιποτριχέω (lipotrikhéō)
  • λίπουρος (lípouros)
  • λιποφεγγής (lipophengḗs)
  • λιπόφθογγος (lipóphthongos)
  • λιποψυχέω (lipopsukhéō)
  • λιποψυχία (lipopsukhía)
  • λίφαιμος (líphaimos)
  • παραλείπω (paraleípō)
  • περιλείπομαι (perileípomai)
  • προλείπω (proleípō)
  • προσλείπω (prosleípō)
  • ὑπολείπω (hupoleípō)
  • ἄλειπτος (áleiptos)
  • λεῖμμα (leîmma)
  • λειπογνώμων (leipognṓmōn)
  • λειπτέον (leiptéon)
  • λείψανον (leípsanon)
  • λεῖψις (leîpsis)
  • λοιψάς (loipsás)
  • λοιψός (loipsós)

References


Greek

Verb

λείπω (leípo) (simple past έλειψα, passive —)

  1. absent, missing
  2. lack

Conjugation

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.