λεσβιάζω
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /lez.bi.áz.dɔː/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /lɛz.biˈa.zo/
- (4th CE Koine) IPA(key): /lez.βiˈa.zo/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /lez.viˈa.zo/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /lez.viˈa.zo/
Verb
λεσβιάζω • (lesbiázō)
Inflection
Present: λεσβιάζω, λεσβιάζομαι
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | λεσβιάζω | λεσβιάζεις | λεσβιάζει | λεσβιάζετον | λεσβιάζετον | λεσβιάζομεν | λεσβιάζετε | λεσβιάζουσῐ(ν) | ||||
subjunctive | λεσβιάζω | λεσβιάζῃς | λεσβιάζῃ | λεσβιάζητον | λεσβιάζητον | λεσβιάζωμεν | λεσβιάζητε | λεσβιάζωσῐ(ν) | |||||
optative | λεσβιάζοιμῐ | λεσβιάζοις | λεσβιάζοι | λεσβιάζοιτον | λεσβιαζοίτην | λεσβιάζοιμεν | λεσβιάζοιτε | λεσβιάζοιεν | |||||
imperative | λεσβίαζε | λεσβιαζέτω | λεσβιάζετον | λεσβιαζέτων | λεσβιάζετε | λεσβιαζόντων | |||||||
middle/ passive |
indicative | λεσβιάζομαι | λεσβιάζῃ, λεσβιάζει |
λεσβιάζεται | λεσβιάζεσθον | λεσβιάζεσθον | λεσβιαζόμεθᾰ | λεσβιάζεσθε | λεσβιάζονται | ||||
subjunctive | λεσβιάζωμαι | λεσβιάζῃ | λεσβιάζηται | λεσβιάζησθον | λεσβιάζησθον | λεσβιαζώμεθᾰ | λεσβιάζησθε | λεσβιάζωνται | |||||
optative | λεσβιαζοίμην | λεσβιάζοιο | λεσβιάζοιτο | λεσβιάζοισθον | λεσβιαζοίσθην | λεσβιαζοίμεθᾰ | λεσβιάζοισθε | λεσβιάζοιντο | |||||
imperative | λεσβιάζου | λεσβιαζέσθω | λεσβιάζεσθον | λεσβιαζέσθων | λεσβιάζεσθε | λεσβιαζέσθων | |||||||
active | middle/passive | ||||||||||||
infinitive | λεσβιάζειν | λεσβιάζεσθαι | |||||||||||
participle | m | λεσβιάζων | λεσβιαζόμενος | ||||||||||
f | λεσβιάζουσᾰ | λεσβιαζομένη | |||||||||||
n | λεσβιᾶζον | λεσβιαζόμενον | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation. |
Further reading
- λεσβιάζω in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
Greek
Etymology
From Ancient Greek λεσβῐάζω (lesbiázō), from Λέσβος (Lésbos, “Lesbos”) + -άζω (-ázō).
Pronunciation
- IPA(key): /lezviˈazo/
- Hyphenation: λε‧σβι‧ά‧ζω
Verb
λεσβιάζω • (lesviázo) (simple past λεσβίασα)
- (intransitive, colloquial, derogatory, vulgar) turn lesbian, become lesbian
- Η Τάνια πράγματι λεσβίασε;
- I Tánia prágmati lesvíase?
- Did Tanya really go gay?
Conjugation
λεσβιάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | λεσβιάζω | λεσβίαζα | θα λεσβιάζω | να λεσβιάζω | |
2s | λεσβιάζεις | λεσβίαζες | θα λεσβιάζεις | να λεσβιάζεις | λεσβίαζε |
3s | λεσβιάζει | λεσβίαζε | θα λεσβιάζει | να λεσβιάζει | |
1p | λεσβιάζουμε, λεσβιάζομε | λεσβιάζαμε | θα λεσβιάζουμε, λεσβιάζομε | να λεσβιάζουμε, λεσβιάζομε | |
2p | λεσβιάζετε | λεσβιάζατε | θα λεσβιάζετε | να λεσβιάζετε | λεσβιάζετε |
3p | λεσβιάζουν, λεσβιάζουνε | λεσβίαζαν, λεσβιάζαν, λεσβιάζανε | θα λεσβιάζουν, λεσβιάζουνε | να λεσβιάζουν, λεσβιάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | λεσβιάσω | λεσβίασα | θα λεσβιάσω | να λεσβιάσω | |
2s | λεσβιάσεις | λεσβίασες | θα λεσβιάσεις | να λεσβιάσεις | λεσβίασε |
3s | λεσβιάσει | λεσβίασε | θα λεσβιάσει | να λεσβιάσει | |
1p | λεσβιάσουμε, λεσβιάσομε | λεσβιάσαμε | θα λεσβιάσουμε, θα λεσβιάσομε | να λεσβιάσουμε, να λεσβιάσομε | |
2p | λεσβιάσετε | λεσβιάσατε | θα λεσβιάσετε | να λεσβιάσετε | λεσβιάσετε, λεσβιάστε |
3p | λεσβιάσουν, λεσβιάσουνε | λεσβίασαν, λεσβιάσανε | θα λεσβιάσουν, θα λεσβιάσουνε | να λεσβιάσουν, να λεσβιάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω λεσβιάσει | είχα λεσβιάσει | θα έχω λεσβιάσει | να έχω λεσβιάσει | |
2s | έχεις λεσβιάσει | είχες λεσβιάσει | θα έχεις λεσβιάσει | να έχεις λεσβιάσει | έχε λεσβιασμένο |
3s | έχει λεσβιάσει | είχε λεσβιάσει | θα έχει λεσβιάσει | να έχει λεσβιάσει | |
1p | έχουμε λεσβιάσει | είχαμε λεσβιάσει | θα έχουμε λεσβιάσει | να έχουμε λεσβιάσει | |
2p | έχετε λεσβιάσει | είχατε λεσβιάσει | θα έχετε λεσβιάσει | να έχετε λεσβιάσει | έχετε λεσβιασμένο |
3p | έχουν λεσβιάσει | είχαν λεσβιάσει | θα έχουν λεσβιάσει | να έχουν λεσβιάσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) λεσβιασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) λεσβιασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) λεσβιασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) λεσβιασμένο | ||||
Participle: | λεσβιάζοντας | Non-finite ‡ | λεσβιάσει | 035, 1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Related terms
- πουστεύω (poustévo, “to turn gay”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.