μαραθώνιος
Greek
Adjective
μαραθώνιος • (marathónios) m (feminine μαραθώνια, neuter μαραθώνιο)
- of or relating to Marathon
- (figuratively) during exhaustive or long and tedious
Declension
declension of μαραθώνιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαραθώνιος | μαραθώνια | μαραθώνιο | μαραθώνιοι | μαραθώνιες | μαραθώνια |
genitive | μαραθώνιου | μαραθώνιας | μαραθώνιου | μαραθώνιων | μαραθώνιων | μαραθώνιων |
accusative | μαραθώνιο | μαραθώνια | μαραθώνιο | μαραθώνιους | μαραθώνιες | μαραθώνια |
vocative | μαραθώνιε | μαραθώνια | μαραθώνιο | μαραθώνιοι | μαραθώνιες | μαραθώνια |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο μαραθώνιος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο μαραθώνιος (o pio marathónios), etc.) |
Noun
μαραθώνιος • (marathónios) m (plural μαραθώνιοι)
Declension
declension of μαραθώνιος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαραθώνιος • | μαραθώνιοι • |
genitive | μαραθωνίου • | μαραθωνίων • |
accusative | μαραθώνιο • | μαραθωνίους • |
vocative | μαραθώνιε • | μαραθώνιοι • |
Derived terms
- μαραθωνοδρόμος m or f (marathonodrómos, “marathon runner”)
See also
- Μαραθώνας m (Marathónas, “Marathon”)
μαραθώνιος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.