μιλάω
Greek
Conjugation
μιλώ, μιλάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | μιλώ, μιλάω | μιλούσα, μίλαγα | θα μιλώ, θα μιλάω | να μιλώ, να μιλάω | |
2s | μιλάς | μιλούσες, μίλαγες | θα μιλάς | να μιλάς | μίλα |
3s | μιλά, μιλάει | μιλούσε, μίλαγε | θα μιλά, θα μιλάει | να μιλά, να μιλάει | |
1p | μιλούμε, μιλάμε | μιλούσαμε, μιλάγαμε | θα μιλούμε, θα μιλάμε | να μιλούμε, να μιλάμε | |
2p | μιλάτε | μιλούσατε, μιλάγατε | θα μιλάτε | να μιλάτε | μιλάτε |
3p | μιλούν, μιλούνε, μιλάνε, μιλάν | μιλούσαν, μιλούσανε, μίλαγαν, μιλάγανε | θα μιλούν, θα μιλούνε, θα μιλάνε, θα μιλάν | να μιλούν, να μιλούνε, να μιλάνε, να μιλάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | μιλήσω | μίλησα | θα μιλήσω | να μιλήσω | |
2s | μιλήσεις | μίλησες | θα μιλήσεις | να μιλήσεις | μίλησε |
3s | μιλήσει | μίλησε | θα μιλήσει | να μιλήσει | |
1p | μιλήσουμε, μιλήσομε | μιλήσαμε | θα μιλήσουμε, θα μιλήσομε | να μιλήσουμε, να μιλήσομε | |
2p | μιλήσετε | μιλήσατε | θα μιλήσετε | να μιλήσετε | μιλήστε |
3p | μιλήσουν, μιλήσουνε | μίλησαν, μιλήσανε, μιλήσαν | θα μιλήσουν, θα μιλήσουνε | να μιλήσουν, να μιλήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω μιλήσει | είχα μιλήσει | θα έχω μιλήσει | να έχω μιλήσει | |
2s | έχεις μιλήσει | είχες μιλήσει | θα έχεις μιλήσει | να έχεις μιλήσει | |
3s | έχει μιλήσει | είχε μιλήσει | θα έχει μιλήσει | να έχει μιλήσει | |
1p | έχουμε μιλήσει | είχαμε μιλήσει | θα έχουμε μιλήσει | να έχουμε μιλήσει | |
2p | έχετε μιλήσει | είχατε μιλήσει | θα έχετε μιλήσει | να έχετε μιλήσει | |
3p | έχουν μιλήσει | είχαν μιλήσει | θα έχουν μιλήσει | να έχουν μιλήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μιλημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μιλημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μιλημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μιλημένο | ||||
Participle: | μιλώντας | Non-finite ‡ | μιλήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.