ντροπιασμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of ντροπιάζομαι (dropiázomai), passive voice of ντροπιάζω.
Pronunciation
- IPA(key): /dɾopçazˈmenos/
- Hyphenation: ντρο‧πια‧σμέ‧νος
Participle
ντροπιασμένος • (dropiasménos) m (feminine ντροπιασμένη, neuter ντροπιασμένο)
- ashamed, embarrassed, shamefaced (feeling intense shame)
- Οι παίκτες ήταν βαθιά ντροπιασμένοι για την ήττα τους. ― Oi paíktes ítan vathiá ntropiasménoi gia tin ítta tous. ― The players were deeply ashamed of their defeat..
Declension
declension of ντροπιασμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ντροπιασμένος | ντροπιασμένη | ντροπιασμένο | ντροπιασμένοι | ντροπιασμένες | ντροπιασμένα |
genitive | ντροπιασμένου | ντροπιασμένης | ντροπιασμένου | ντροπιασμένων | ντροπιασμένων | ντροπιασμένων |
accusative | ντροπιασμένο | ντροπιασμένη | ντροπιασμένο | ντροπιασμένους | ντροπιασμένες | ντροπιασμένα |
vocative | ντροπιασμένε | ντροπιασμένη | ντροπιασμένο | ντροπιασμένοι | ντροπιασμένες | ντροπιασμένα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ντροπιασμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ντροπιασμένος (o pio dropiasménos), etc.) |
Derived terms
- ντροπιασμένα (dropiasména, adverb)
Related terms
- ντροπιάζω (dropiázo, “to shame, to embarrass”)
- ντροπιαστικός (dropiastikós, “shameful, embarrassing”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.