ντροπιαστικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /dɾopçastiˈkos/
- Hyphenation: ντρο‧πια‧στι‧κός
Adjective
ντροπιαστικός • (dropiastikós) m (feminine ντροπιαστική, neuter ντροπιαστικό)
- shameful, embarrassing, mortifying (causing intense shame)
- Όλοι στο σχολείο είδαν την ντροπιαστική γυμνή μου φωτογραφία. ― Óloi sto scholeío eídan tin ntropiastikí gymní mou fotografía. ― Everyone in school saw my embarrassing naked photo.
Declension
declension of ντροπιαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ντροπιαστικός | ντροπιαστική | ντροπιαστικό | ντροπιαστικοί | ντροπιαστικές | ντροπιαστικά |
genitive | ντροπιαστικού | ντροπιαστικής | ντροπιαστικού | ντροπιαστικών | ντροπιαστικών | ντροπιαστικών |
accusative | ντροπιαστικό | ντροπιαστική | ντροπιαστικό | ντροπιαστικούς | ντροπιαστικές | ντροπιαστικά |
vocative | ντροπιαστικέ | ντροπιαστική | ντροπιαστικό | ντροπιαστικοί | ντροπιαστικές | ντροπιαστικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ντροπιαστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ντροπιαστικός (o pio dropiastikós), etc.) |
Related terms
- ντροπιάζω (dropiázo, “to shame, to embarrass”)
- ντροπιασμένος (dropiasménos, “ashamed, embarrassed”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.