οδηγούμαι
Greek
Verb
οδηγούμαι • (odigoúmai) passive (simple past οδηγήθηκα, active οδηγώ)
- passive form of οδηγώ (odigó).
Conjugation
οδηγούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | οδηγούμαι | οδηγιόμουν, οδηγιόμουνα | θα οδηγούμαι | να οδηγούμαι | |
2s | οδηγείσαι | οδηγιόσουν, οδηγιόσουνα | θα οδηγείσαι | να οδηγείσαι | — |
3s | οδηγείται | οδηγιόταν, οδηγιότανε | θα οδηγείται | να οδηγείται | |
1p | οδηγούμαστε, οδηγόμαστε | οδηγιόμαστε, οδηγιόμασταν | θα οδηγούμαστε | να οδηγούμαστε | |
2p | οδηγείστε, οδηγόσαστε | οδηγιόσαστε, οδηγιόσασταν | θα οδηγείστε | να οδηγείστε | οδηγείστε |
3p | οδηγούνται | οδηγιόνταν, οδηγιούνταν, οδηγιόντουσαν, οδηγιόντανε | θα οδηγούνται | να οδηγούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | οδηγηθώ | οδηγήθηκα | θα οδηγηθώ | να οδηγηθώ | |
2s | οδηγηθείς | οδηγήθηκες | θα οδηγηθείς | να οδηγηθείς | οδηγήσου |
3s | οδηγηθεί | οδηγήθηκε | θα οδηγηθεί | να οδηγηθεί | |
1p | οδηγηθούμε | οδηγηθήκαμε | θα οδηγηθούμε | να οδηγηθούμε | |
2p | οδηγηθείτε | οδηγηθήκατε | θα οδηγηθείτε | να οδηγηθείτε | οδηγηθείτε |
3p | οδηγηθούν, οδηγηθούνε | οδηγήθηκαν, οδηγηθήκανε, οδηγηθήκαν | θα οδηγηθούν, θα οδηγηθούνε | να οδηγηθούν, να οδηγηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω οδηγηθεί | είχα οδηγηθεί | θα έχω οδηγηθεί | να έχω οδηγηθεί | |
2s | έχεις οδηγηθεί | είχες οδηγηθεί | θα έχεις οδηγηθεί | να έχεις οδηγηθεί | |
3s | έχει οδηγηθεί | είχε οδηγηθεί | θα έχει οδηγηθεί | να έχει οδηγηθεί | |
1p | έχουμε οδηγηθεί | είχαμε οδηγηθεί | θα έχουμε οδηγηθεί | να έχουμε οδηγηθεί | |
2p | έχετε οδηγηθεί | είχατε οδηγηθεί | θα έχετε οδηγηθεί | να έχετε οδηγηθεί | |
3p | έχουν οδηγηθεί | είχαν οδηγηθεί | θα έχουν οδηγηθεί | να έχουν οδηγηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | οδηγηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.