παρακοιμάμαι
Greek
Alternative forms
- παρακοιμούμαι (parakoimoúmai)
Etymology
From Byzantine Greek παρακοιμῶμαι (parakoimômai), equivalent to παρα- (para-, “over, more than”) + κοιμάμαι (koimámai, “to sleep”). The original Byzantine Greek verb meant 'to sleep next to someone with power'.
Pronunciation
- IPA(key): /paɾaciˈmame/
- Hyphenation: πα‧ρα‧κοι‧μά‧μαι
Verb
παρακοιμάμαι • (parakoimámai) deponent (simple past παρακοιμήθηκα)
- (intransitive) oversleep (to sleep for longer than planned)
- Ο Πέτρος παρακοιμήθηκε και έχασε την πτήση του. ― O Pétros parakoimíthike kai échase tin ptísi tou. ― Peter overslept and missed his flight.
- (intransitive) sleep in (to sleep for longer than necessary)
- Παρακοιμήθηκες! Μεσημέριασε πια! ― Parakoimíthikes! Mesimériase pia! ― You slept in! It's already past noon!
Conjugation
παρακοιμάμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | παρακοιμάμαι (παρακοιμούμαι → ) | παρακοιμόμουν, παρακοιμόμουνα | θα παρακοιμάμαι | να παρακοιμάμαι | |
2s | παρακοιμάσαι | παρακοιμόσουν, παρακοιμόσουνα | θα παρακοιμάσαι | να παρακοιμάσαι | — |
3s | παρακοιμάται | παρακοιμόταν, παρακοιμότανε | θα παρακοιμάται | να παρακοιμάται | |
1p | παρακοιμόμαστε, παρακοιμούμαστε | παρακοιμόμαστε, παρακοιμούμαστε, παρακοιμόμασταν | θα παρακοιμόμαστε, θα παρακοιμούμαστε | να παρακοιμόμαστε, να παρακοιμούμαστε | |
2p | παρακοιμάστε, παρακοιμόσαστε | παρακοιμόσαστε, παρακοιμόσασταν | θα παρακοιμάστε, θα παρακοιμόσαστε | να παρακοιμάστε, να παρακοιμόσαστε | παρακοιμάστε |
3p | παρακοιμούνται, παρακοιμόνται | παρακοιμόνταν, παρακοιμούνταν, παρακοιμόντουσαν, παρακοιμόντανε | θα παρακοιμούνται, θα παρακοιμόνται | να παρακοιμούνται, να παρακοιμόνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | παρακοιμηθώ | παρακοιμήθηκα | θα παρακοιμηθώ | να παρακοιμηθώ | |
2s | παρακοιμηθείς | παρακοιμήθηκες | θα παρακοιμηθείς | να παρακοιμηθείς | παρακοιμήσου |
3s | παρακοιμηθεί | παρακοιμήθηκε | θα παρακοιμηθεί | να παρακοιμηθεί | |
1p | παρακοιμηθούμε | παρακοιμηθήκαμε | θα παρακοιμηθούμε | να παρακοιμηθούμε | |
2p | παρακοιμηθείτε | παρακοιμηθήκατε | θα παρακοιμηθείτε | να παρακοιμηθείτε | παρακοιμηθείτε |
3p | παρακοιμηθούν, παρακοιμηθούνε | παρακοιμήθηκαν, παρακοιμηθήκανε, παρακοιμηθήκαν | θα παρακοιμηθούν, θα παρακοιμηθούνε | να παρακοιμηθούν, να παρακοιμηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω παρακοιμηθεί | είχα παρακοιμηθεί | θα έχω παρακοιμηθεί | να έχω παρακοιμηθεί | |
2s | έχεις παρακοιμηθεί | είχες παρακοιμηθεί | θα έχεις παρακοιμηθεί | να έχεις παρακοιμηθεί | |
3s | έχει παρακοιμηθεί | είχε παρακοιμηθεί | θα έχει παρακοιμηθεί | να έχει παρακοιμηθεί | |
1p | έχουμε παρακοιμηθεί | είχαμε παρακοιμηθεί | θα έχουμε παρακοιμηθεί | να έχουμε παρακοιμηθεί | |
2p | έχετε παρακοιμηθεί | είχατε παρακοιμηθεί | θα έχετε παρακοιμηθεί | να έχετε παρακοιμηθεί | |
3p | έχουν παρακοιμηθεί | είχαν παρακοιμηθεί | θα έχουν παρακοιμηθεί | να έχουν παρακοιμηθεί | |
Alternative* perfect: | είμαι (είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι) παρακοιμισμένος, -η, -ο | ||||
pluperfect: | ήμουν (ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν) παρακοιμισμένος, -η, -ο | ||||
future perfect: | θα είμαι (θα είσαι, θα είναι, θα είμαστε, θα είστε, θα είναι) παρακοιμισμένος, -η, -ο | ||||
subjunctive: | να είμαι (να είσαι, να είναι, να είμαστε, να είστε, να είναι) παρακοιμισμένος, -η, -ο | ||||
Participle: | — | Non-finite ‡ | παρακοιμηθεί | (79 pass2 άμαι) | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.