περπατώ
Greek
Alternative forms
- περπατάω (perpatáo)
Conjugation
περπατώ, περπατάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | περπατώ, περπατάω | περπατούσα, περπάταγα | θα περπατώ, θα περπατάω | να περπατώ, να περπατάω | |
2s | περπατάς | περπατούσες, περπάταγες | θα περπατάς | να περπατάς | περπάτα, περπάταγε |
3s | περπατά, περπατάει | περπατούσε, περπάταγε | θα περπατά, θα περπατάει | να περπατά, να περπατάει | |
1p | περπατούμε, περπατάμε | περπατούσαμε, περπατάγαμε | θα περπατούμε, θα περπατάμε | να περπατούμε, να περπατάμε | |
2p | περπατάτε | περπατούσατε, περπατάγατε | θα περπατάτε | να περπατάτε | περπατάτε |
3p | περπατούν, περπατούνε, περπατάνε, περπατάν | περπατούσαν, περπατούσανε, περπάταγαν, περπατάγανε | θα περπατούν, θα περπατούνε, θα περπατάνε, θα περπατάν | να περπατούν, να περπατούνε, να περπατάνε, να περπατάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | περπατήσω | περπάτησα | θα περπατήσω | να περπατήσω | |
2s | περπατήσεις | περπάτησες | θα περπατήσεις | να περπατήσεις | περπάτησε, περπάτα |
3s | περπατήσει | περπάτησε | θα περπατήσει | να περπατήσει | |
1p | περπατήσουμε, περπατήσομε | περπατήσαμε | θα περπατήσουμε, θα περπατήσομε | να περπατήσουμε, να περπατήσομε | |
2p | περπατήσετε | περπατήσατε | θα περπατήσετε | να περπατήσετε | περπατήστε |
3p | περπατήσουν, περπατήσουνε | περπάτησαν, περπατήσανε, περπατήσαν | θα περπατήσουν, θα περπατήσουνε | να περπατήσουν, να περπατήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω περπατήσει | είχα περπατήσει | θα έχω περπατήσει | να έχω περπατήσει | |
2s | έχεις περπατήσει | είχες περπατήσει | θα έχεις περπατήσει | να έχεις περπατήσει | |
3s | έχει περπατήσει | είχε περπατήσει | θα έχει περπατήσει | να έχει περπατήσει | |
1p | έχουμε περπατήσει | είχαμε περπατήσει | θα έχουμε περπατήσει | να έχουμε περπατήσει | |
2p | έχετε περπατήσει | είχατε περπατήσει | θα έχετε περπατήσει | να έχετε περπατήσει | |
3p | έχουν περπατήσει | είχαν περπατήσει | θα έχουν περπατήσει | να έχουν περπατήσει | |
Participle: | περπατώντας | Non-finite ‡ | περπατήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. | |||||
Synonyms
- βαδίζω (vadízo)
Related terms
- πατώ (pató, “to tread”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.