πλήσσω

Ancient Greek

Alternative forms

Etymology

From Proto-Indo-European *pleh₂k- (to hit). Cognates include Latin plangō, plēctō, plāga; Old Church Slavonic плакати (plakati), and Dutch vloeken.

Pronunciation

 

Verb

πλήσσω (plḗssō)

  1. to strike, smite
    1. (with accusative) I strike an object into motion
    2. I stamp
    3. I sting
  2. (figuratively, passive) I am stricken, defeated
    1. I am emotionally stricken
    2. (active, of wine) I overpower
      • 129 CE – 216 CE, Galen, Collected Works 15.672
      • 129 CE – 216 CE, Galen, Collected Works 18.568
      • 50 CE – 150 CE, Soranus, Collected Works 1.72
      • 50 CE – 150 CE, Soranus, Collected Works 2.59

Inflection

Derived terms

  • ἁλίπληκτος (halíplēktos)
  • ἀμφίπληκτος (amphíplēktos)
  • ἀνειδωλόπληκτος (aneidōlóplēktos)
  • ἀντῐπλήσσ (antiplḗss)
  • ἀξῑνόπληκτος (axīnóplēktos)
  • ἄπληκτος (áplēktos)
  • ἀποπλήσσω (apoplḗssō)
  • ἀπριγδόπληκτος (aprigdóplēktos)
  • ἀστερόπληκτος (asteróplēktos)
  • ἀστρᾰπόπληκτος (astrapóplēktos)
  • δῐᾰπλήσσω (diaplḗssō)
  • δορίπληκτος (doríplēktos)
  • δύσπληκτος (dúsplēktos)
  • ἐκπλήσσω (ekplḗssō)
  • ἐμπλήσσω (emplḗssō)
  • ἐπῐπλήσσω (epiplḗssō)
  • εὔπληκτος (eúplēktos)
  • ἡλόπληκτος (hēlóplēktos)
  • θᾰλασσόπληκτος (thalassóplēktos)
  • θεόπληκτος (theóplēktos)
  • θηριόπληκτος (thērióplēktos)
  • κᾰτᾰπλήσσω (kataplḗssō)
  • νοόπληκτος (noóplēktos)
  • ὀνειρόπληκτος (oneiróplēktos)
  • ὀξύπληκτος (oxúplēktos)
  • πάμπληκτος (pámplēktos)
  • πᾰρᾰπλήσσω (paraplḗssō)
  • πλήξιππος (plḗxippos)
  • προπλήσσω (proplḗssō)
  • προσπλήσσω (prosplḗssō)
  • σῐδηρόπληκτος (sidēróplēktos)
  • σῠμπλήσσομαι (sumplḗssomai)
  • ὑποπλήσσω (hupoplḗssō)
  • φᾰλαγγιόπληκτος (phalangióplēktos)
  • φρενόπληκτος (phrenóplēktos)
  • χαλκόπληκτος (khalkóplēktos)
  • χερόπληκτος (kheróplēktos)
  • πληγμός (plēgmós)
  • πλήγνῡμῐ (plḗgnūmi)
  • πληγοειδής (plēgoeidḗs)
  • πληκτέον (plēktéon)
  • πληκτήρ (plēktḗr)
  • πλήκτης (plḗktēs)
  • πληκτίζομαι (plēktízomai)
  • πληκτῐκός (plēktikós)
  • πληκτισμός (plēktismós)
  • πληκτός (plēktós)
  • πλῆκτρον (plêktron)
  • πλῆξῐς (plêxis)

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.