πολιτειακός
Greek
Adjective
πολιτειακός • (politeiakós) m (feminine πολιτειακή, neuter πολιτειακό)
- constitutional, state
- (as a noun) state
Declension
declension of πολιτειακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολιτειακός | πολιτειακή | πολιτειακό | πολιτειακοί | πολιτειακές | πολιτειακά |
genitive | πολιτειακού | πολιτειακής | πολιτειακού | πολιτειακών | πολιτειακών | πολιτειακών |
accusative | πολιτειακό | πολιτειακή | πολιτειακό | πολιτειακούς | πολιτειακές | πολιτειακά |
vocative | πολιτειακέ | πολιτειακή | πολιτειακό | πολιτειακοί | πολιτειακές | πολιτειακά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο πολιτειακός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο πολιτειακός (o pio politeiakós), etc.) |
Synonyms
- (constitutional): συνταγματικός (syntagmatikós)
- (noun): κράτος m (krátos, “state”)
Related terms
- πολιτικός (politikós, “political”)
See also
- σύνταγμα n (sýntagma, “constitution”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.