προειδοποιώ
Greek
Verb
προειδοποιώ • (proeidopoió) (simple past προειδοποίησα, passive προειδοποιούμαι)
Conjugation
προειδοποιώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | προειδοποιώ | προειδοποιούσα | θα προειδοποιώ | να προειδοποιώ | |
2s | προειδοποιείς | προειδοποιούσες | θα προειδοποιείς | να προειδοποιείς | — |
3s | προειδοποιεί | προειδοποιούσε | θα προειδοποιεί | να προειδοποιεί | |
1p | προειδοποιούμε | προειδοποιούσαμε | θα προειδοποιούμε | να προειδοποιούμε | |
2p | προειδοποιείτε | προειδοποιούσατε | θα προειδοποιείτε | να προειδοποιείτε | προειδοποιείτε |
3p | προειδοποιούν, προειδοποιούνε | προειδοποιούσαν, προειδοποιούσανε | θα προειδοποιούν, θα προειδοποιούνε | να προειδοποιούν, να προειδοποιούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | προειδοποιήσω | προειδοποίησα | θα προειδοποιήσω | να προειδοποιήσω | |
2s | προειδοποιήσεις | προειδοποίησες | θα προειδοποιήσεις | να προειδοποιήσεις | προειδοποίησε |
3s | προειδοποιήσει | προειδοποίησε | θα προειδοποιήσει | να προειδοποιήσει | |
1p | προειδοποιήσουμε, προειδοποιήσομε | προειδοποιήσαμε | θα προειδοποιήσουμε, θα προειδοποιήσομε | να προειδοποιήσουμε, να προειδοποιήσομε | |
2p | προειδοποιήσετε | προειδοποιήσατε | θα προειδοποιήσετε | να προειδοποιήσετε | προειδοποιήστε, προειδοποιήσετε |
3p | προειδοποιήσουν, προειδοποιήσουνε | προειδοποίησαν, προειδοποιήσαν, προειδοποιήσανε | θα προειδοποιήσουν, θα προειδοποιήσουνε | να προειδοποιήσουν, να προειδοποιήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω προειδοποιήσει | είχα προειδοποιήσει | θα έχω προειδοποιήσει | να έχω προειδοποιήσει | |
2s | έχεις προειδοποιήσει | είχες προειδοποιήσει | θα έχεις προειδοποιήσει | να έχεις προειδοποιήσει | |
3s | έχει προειδοποιήσει | είχε προειδοποιήσει | θα έχει προειδοποιήσει | να έχει προειδοποιήσει | |
1p | έχουμε προειδοποιήσει | είχαμε προειδοποιήσει | θα έχουμε προειδοποιήσει | να έχουμε προειδοποιήσει | |
2p | έχετε προειδοποιήσει | είχατε προειδοποιήσει | θα έχετε προειδοποιήσει | να έχετε προειδοποιήσει | |
3p | έχουν προειδοποιήσει | είχαν προειδοποιήσει | θα έχουν προειδοποιήσει | να έχουν προειδοποιήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προειδοποιημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προειδοποιημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προειδοποιημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προειδοποιημένο | ||||
Participle: | προειδοποιώντας | Non-finite ‡ | προειδοποιήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses | |||||
Related terms
- ειδοποιώ (eidopoió, “to notify, to inform”)
- προειδοποίηση f (proeidopoíisi, “warning”)
- προειδοποιητικός (proeidopoiitikós, “warning”, adj)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.