στιγματίζω
Greek
Verb
στιγματίζω • (stigmatízo) (simple past στιγμάτισα, passive στιγματίζομαι)
- stigmatise (UK), stigmatize (US); brand, label
- Ένας άνθρωπος στιγματισμένος ως κλέφτης δεν μπορεί να βρει εύκολα δουλειά.
- Énas ánthropos stigmatisménos os kléftis den boreí na vrei éfkola douleiá.
- A man labelled as a thief will find work easily.
- tarnish, disgrace
Conjugation
στιγματίζω στιγματίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | στιγματίζω | στιγματίσω | στιγματίζομαι | στιγματιστώ |
2 sg | στιγματίζεις | στιγματίσεις | στιγματίζεσαι | στιγματιστείς |
3 sg | στιγματίζει | στιγματίσει | στιγματίζεται | στιγματιστεί |
1 pl | στιγματίζουμε, [‑ομε] | στιγματίσουμε, [‑ομε] | στιγματιζόμαστε | στιγματιστούμε |
2 pl | στιγματίζετε | στιγματίσετε | στιγματίζεστε, στιγματιζόσαστε | στιγματιστείτε |
3 pl | στιγματίζουν(ε) | στιγματίσουν(ε) | στιγματίζονται | στιγματιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | στιγμάτιζα | στιγμάτισα | στιγματιζόμουν(α) | στιγματίστηκα |
2 sg | στιγμάτιζες | στιγμάτισες | στιγματιζόσουν(α) | στιγματίστηκες |
3 sg | στιγμάτιζε | στιγμάτισε | στιγματιζόταν(ε) | στιγματίστηκε |
1 pl | στιγματίζαμε | στιγματίσαμε | στιγματιζόμασταν, (‑όμαστε) | στιγματιστήκαμε |
2 pl | στιγματίζατε | στιγματίσατε | στιγματιζόσασταν, (‑όσαστε) | στιγματιστήκατε |
3 pl | στιγμάτιζαν, στιγματίζαν(ε) | στιγμάτισαν, στιγματίσαν(ε) | στιγματίζονταν, (στιγματιζόντουσαν) | στιγματίστηκαν, στιγματιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα στιγματίζω ➤ | θα στιγματίσω ➤ | θα στιγματίζομαι ➤ | θα στιγματιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα στιγματίζεις, … | θα στιγματίσεις, … | θα στιγματίζεσαι, … | θα στιγματιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … στιγματίσει έχω, έχεις, … στιγματισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … στιγματιστεί είμαι, είσαι, … στιγματισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … στιγματίσει είχα, είχες, … στιγματισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … στιγματιστεί ήμουν, ήσουν, … στιγματισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … στιγματίσει θα έχω, θα έχεις, … στιγματισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … στιγματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … στιγματισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | στιγμάτιζε | στιγμάτισε | — | στιγματίσου |
2 pl | στιγματίζετε | στιγματίστε | στιγματίζεστε | στιγματιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | στιγματίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας στιγματίσει ➤ | στιγματισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | στιγματίσει | στιγματιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.