στολίζω
Greek
Verb
στολίζω • (stolízo) (simple past στόλισα, passive στολίζομαι)
Conjugation
στολίζω στολίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | στολίζω | στολίσω | στολίζομαι | στολιστώ |
2 sg | στολίζεις | στολίσεις | στολίζεσαι | στολιστείς |
3 sg | στολίζει | στολίσει | στολίζεται | στολιστεί |
1 pl | στολίζουμε, [‑ομε] | στολίσουμε, [‑ομε] | στολιζόμαστε | στολιστούμε |
2 pl | στολίζετε | στολίσετε | στολίζεστε, στολιζόσαστε | στολιστείτε |
3 pl | στολίζουν(ε) | στολίσουν(ε) | στολίζονται | στολιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | στόλιζα | στόλισα | στολιζόμουν(α) | στολίστηκα |
2 sg | στόλιζες | στόλισες | στολιζόσουν(α) | στολίστηκες |
3 sg | στόλιζε | στόλισε | στολιζόταν(ε) | στολίστηκε |
1 pl | στολίζαμε | στολίσαμε | στολιζόμασταν, (‑όμαστε) | στολιστήκαμε |
2 pl | στολίζατε | στολίσατε | στολιζόσασταν, (‑όσαστε) | στολιστήκατε |
3 pl | στόλιζαν, στολίζαν(ε) | στόλισαν, στολίσαν(ε) | στολίζονταν, (στολιζόντουσαν) | στολίστηκαν, στολιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα στολίζω ➤ | θα στολίσω ➤ | θα στολίζομαι ➤ | θα στολιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα στολίζεις, … | θα στολίσεις, … | θα στολίζεσαι, … | θα στολιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … στολίσει έχω, έχεις, … στολισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … στολιστεί είμαι, είσαι, … στολισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … στολίσει είχα, είχες, … στολισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … στολιστεί ήμουν, ήσουν, … στολισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … στολίσει θα έχω, θα έχεις, … στολισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … στολιστεί θα είμαι, θα είσαι, … στολισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας, όταν, …). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | στόλιζε | στόλισε | — | στολίσου |
2 pl | στολίζετε | στολίστε | στολίζεστε | στολιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | στολίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας στολίσει ➤ | στολισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | στολίσει | στολιστεί | ||
Notes | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
See also
- ντύνω (dýno, “to dress”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.